HW⓫ (1Jo 2:28-3:10) 圖析
- Καὶ (νῦν ,)A τεκνία , μένετε (ἐν αὐτῷ ,)A
- ἵνα
- ἐὰν φανερωθῇ ,
- σχῶμεν (παρρησίαν)C
- καὶ μὴ αἰσχυνθῶμεν (ἀπ᾽ αὐτοῦ)A (ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ .)A
- ———————————————
- Ἐὰν εἰδῆτε
- ὅτι (δίκαιός)C ἐστιν ,
- γινώσκετε
- ὅτι (καὶ)A {πᾶς ὁ (ποιῶν ‹τὴν δικαιοσύνην›c ) }S (ἐξ αὐτοῦ)A γεγέννηται . ¶
- ———————————————
- Ἴδετε
- (ποταπὴν ἀγάπην)C δέδωκεν (ἡμῖν)C (ὁ Πατὴρ ,)S
- ἵνα (τέκνα Θεοῦ)C κληθῶμεν ,
- καὶ ἐσμέν .
- ·············································
- (διὰ τοῦτο)A (ὁ κόσμος)S οὐ γινώσκει (ἡμᾶς ,)C
- ὅτι οὐκ ἔγνω (αὐτόν .)C
- ═════════════════════════════
- Ἀγαπητοί (νῦν)A (τέκνα Θεοῦ)C ἐσμεν ,
- καὶ (οὔπω)A ἐφανερώθη ()S
- (τί)C ἐσόμεθα .
- οἴδαμεν
- ὅτι
- ἐὰν φανερωθῇ ,
- (ὅμοιοι αὐτῷ)C ἐσόμεθα ,
- ὅτι ὀψόμεθα (αὐτὸν ,)C
- καθώς ἐστιν .
- ·············································
- καὶ {πᾶς ὁ (ἔχων ‹τὴν ἐλπίδα ταύτην›c ‹ἐπ᾽ αὐτῷ›a ) }S ἁγνίζει (ἑαυτὸν ,)C
- καθὼς (ἐκεῖνος)S (ἁγνός)C ἐστιν . ¶
- ═════════════════════════════
- {Πᾶς ὁ (ποιῶν ‹τὴν ἁμαρτίαν›c ) }S (καὶ)A (τὴν ἀνομίαν)C ποιεῖ ,
- καὶ (ἡ ἁμαρτία)S ἐστὶν (ἡ ἀνομία .)C
- καὶ οἴδατε
- ὅτι (ἐκεῖνος)S ἐφανερώθη ,
- ἵνα (τὰς ἁμαρτίας)C ἄρῃ ,
- καὶ (ἁμαρτία)C (ἐν αὐτῷ)A οὐκ ἔστιν .
- {πᾶς ὁ ( ‹ἐν αὐτῷ›a μένων) }S οὐχ ἁμαρτάνει ·
- {πᾶς ὁ (ἁμαρτάνων) }S οὐχ ἑώρακεν (αὐτὸν)C
- οὐδὲ ἔγνωκεν (αὐτόν . ¶)C
- ———————————————
- Τεκνία , (μηδεὶς)S πλανάτω (ὑμᾶς ·)C
- {ὁ (ποιῶν ‹τὴν δικαιοσύνην›c ) }S (δίκαιός)C ἐστιν ,
- καθὼς (ἐκεῖνος)S (δίκαιός)C ἐστιν ·
- {ὁ (ποιῶν ‹τὴν ἁμαρτίαν›c ) } (ἐκ τοῦ διαβόλου)A ἐστίν ,
- ὅτι (ἀπ᾽ ἀρχῆς)A (ὁ διάβολος)S ἁμαρτάνει .
- ·············································
- (εἰς τοῦτο)A ἐφανερώθη (ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ,)S
- ἵνα λύσῃ (τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου .)C
- ———————————————
- {Πᾶς ὁ (γεγεννημένος ‹ἐκ τοῦ Θεοῦ›a ) }S (ἁμαρτίαν)C οὐ ποιεῖ ,
- ὅτι (σπέρμα αὐτοῦ)S (ἐν αὐτῷ)A μένει ,
- καὶ οὐ δύναται (ἁμαρτάνειν ,)C
- ὅτι (ἐκ τοῦ Θεοῦ)A γεγέννηται .
- (ἐν τούτῳ)A (φανερά)C ἐστιν (τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ)S καὶ (τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου ·)S
- {πᾶς ὁ (μὴ ποιῶν ‹δικαιοσύνην›c ) }S οὐκ ἔστιν (ἐκ τοῦ Θεοῦ)A
- καὶ {ὁ (μὴ ἀγαπῶν ‹τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ . ¶›c ) }S