Andley_BG4e/BBG4E/309-Glosses.md

30 KiB
Raw Blame History

309 個新約常用詞彙 (出現 ≧ 50x) 原型簡義

HW1

  • ὁ, ἡ, τό (19861)

    • the
    • 視情況翻譯,有時可譯成「這個」、「那個」等
  • καί (9019)

    • and; even, also; namely
    • 並且、然後、和
  • αὐτός, –ή, –ό (5595)

    • personal: he, she, it (him, her); they (them) ‖ reflexive: him/her/itself ‖ identical: same
    • 自己、他
  • σύ (2905)

    • you
  • δέ (δ᾿) (2791)

    • but, and
    • 然後、但是、而
  • ἐν (2752)

    • dat: in; on; among
    • 後接間接受格,意思是「在...之內、藉著」
  • ἐγώ (2581)

    • I
  • εἰμί (2462)

    • I am, exist, live, am present ‖ ἔσομαι, , , ,
    • 是、有
  • εἰς (1767)

    • acc: into; in
    • 後接直接受格,意思是「進入、朝向、為、到、為了」
  • οὐ (οὐκ, οὐχ) (1624)

    • not

HW2

  • ὅς, ἥ, ὅ (1406)

    • who (whom), which
    • 帶出關係子句修飾先行詞
  • οὗτος, αὕτη, τοῦτο (1387)

    • singular: this; he, her, it ‖ plural: these
  • λέγω (2353)

    • I say, speak ‖ ἐρῶ, εἶπον, εἴρηκα, εἴρημαι ἐρρέθην
  • θεός –οῦ, ὁ (1317)

    • God, god
    • 上帝
  • ὅτι (1294)

    • that; since, because; “ ”
    • 因為、不必翻譯帶出子句
  • πᾶς, πᾶσα, πᾶν (1243)

    • singular: each, every ‖ plural: all
    • 每一個、所有的
  • μή (1042)

    • not, lest
    • 否定副詞
  • γάρ (1041)

    • for; then
    • 因為、的確
  • Ἰησοῦς, –οῦ, ὁ (917)

    • Jesus, Joshua
    • 專有名詞,人名:耶穌
  • ἐκ (ἐξ) (914)

    • gen: from, out of
    • 後接所有格,意思是「出於、從」

HW3

  • ἐπί (ἐπ᾿, ἐφ᾿) (890)

    • gen: on, over, when ‖ dat: on the basis of, at ‖ acc: on, to, against
    • 後接直接受格時意思是「在...的時候、在...之上、到」
  • κύριος ου, ὁ (716)

    • Lord; lord, master, sir
    • 主人
  • ἔχω (708)

    • I have, hold ‖ ἕξω, ἔσχον, ἔσχηκα, ,
  • πρός (700)

    • acc: to, towards; with
    • 後接直接受格,意思是「到...、對著...、因為」
  • γίνομαι (669)

    • I become, take place; am, exist; am born, am created ‖ γενήσομαι, ἐγενόμην, γέγονα γεγένημαι, ἐγενήθην
    • 發生、成為
  • διά (δι᾿) (667)

    • gen: through ‖ acc: on account of
    • 後接所有格時意思是「經過」
  • ἵνα (663)

    • in order that; that; so that
    • 使得、為了、帶出說明的子句不必翻譯
  • ἀπό (ἀπ᾿, ἀφ᾿) (646)

    • gen: (away) from
    • 後接所有格,意思是「從... 、藉著、因著」
  • ἀλλά (ἀλλ᾿) (638)

    • but, yet, rather
    • 但是、然而
  • ἔρχομαι (632)

    • I come; go ‖ ἐλεύσομαι, ἦλθον or ἦλθα ἐλήλυθα, ,
    • 來、去、來臨

HW4

  • ποιέω (568)

    • I do, make ‖ ποιήσω, ἐποίησα, πεποίηκα πεποίημαι,
    • 做、使
  • τίς, τί (555)

    • who? what? which? why?
    • 誰、甚麼、哪一個、為什麼
  • ἄνθρωπος, ου, ὁ (550)

    • man, mankind, person, people humankind, human being
  • τις, τι (534)

    • someone/thing, certain one/thing anyone/thing
    • 某個、有的、什麼
  • Χριστός, –οῦ, ὁ (529)

    • Christ, Messiah; Anointed One
    • 基督(音譯)、承受膏油的、受膏者
  • ὡς (504)

    • as, like; that, approximately; when, after
    • 約有、如同、好像、正當
  • εἰ (502)

    • if
    • 是否、假若、既然
  • οὖν (498)

    • therefore; accordingly; then
    • 因此、所以
  • κατά (κατ᾿, καθ᾿) (473)

    • gen: down from, against ‖ acc: according to, throughout, during
    • 後接直接受格時意思是「朝著、依據、藉著、遍及」
  • μετά (μετ᾿, μεθ᾿) (469)

    • gen: with ‖ acc: after
    • 後接所有格時意思是「與....一起」、藉著、帶著

HW5

  • ὁράω (454)

    • I see, notice, experience ‖ ὄψομαι, εἶδον, ἑώρακα, , ὤφθην
    • 看見
  • ἀκούω (428)

    • I hear; learn, understand; obey ‖ ἀκούσω, ἤκουσα, ἀκήκοα, ἠκούσθην
    • 聽見
  • πολύς, πολλή, πολύ (416)

    • singular: much ‖ plural: many ‖ adverb: often
    • 很多、許多、大的
  • δίδωμι (415)

    • I give; entrust ‖ δώσω, ἔδωκα, δέδωκα, δέδομαι ἐδόθην
    • 給、使...發生、拿出
  • πατήρ, πατρός, ὁ (413)

    • father
    • 父親、祖先
  • ἡμέρα, –ας, ἡ (389)

    • day
    • 一天、日子
  • πνεῦμα, –ατος, τό (379)

    • spirit, Spirit; wind, breath; inner life
    • 靈、氣息、風、聖靈
  • υἱός, –οῦ, ὁ (377)

    • son; descendant
    • 兒子、子孫、子民
  • εἷς, μία, ἕν (345)

    • one
    • 一個的
  • ἀδελφός, –οῦ, ὁ (343)

    • brother
    • 弟兄、兄弟

HW6

  • (343)

    • or, than
  • ἐάν (333)

    • if; when(ever)
    • 若、甚至若
  • περί (333)

    • gen: concerning, about ‖ acc: around
    • 後接直接受格時意思是「在...四周、有關」
  • λόγος, ου, ὁ (330)

    • word; Word; statement, message
    • 道、(口頭的)話語
  • ἑαυτοῦ, –ῆς, –οῦ (319)

    • singular: himself/herself/itself ‖ plural: themselves
    • 自己
  • οἶδα (318)

    • I know, understand ‖ εἰδήσω, ᾔδειν, , ,
    • 知道、認識
  • λαλέω (296)

    • I speak, say ‖ λαλήσω, ἐλάλησα, λελάληκα λελάλημαι, ἐλαλήθην
  • οὐρανός, –οῦ, ὁ (273)

    • heaven; sky
    • 天堂、天空
  • μαθητής, –οῦ, ὁ (261)

    • disciple
    • 學生、門徒
  • λαμβάνω (258)

    • I take; receive ‖ λήμψομαι, ἔλαβον, εἴληφα εἴλημμαι, ἐλήμφθην
    • 接受、拿取

HW7

  • γῆ, γῆς, ἡ (250)

    • earth, land, region, humanity
  • ἐκεῖνος, –η, ο (243)

    • singular: that (man/woman/thing) ‖ plural: those (men/women, things)
    • 他,她,它
  • μέγας, μεγάλη, μέγα (243)

    • large, great
    • 大的
  • πίστις, –εως, ἡ (243)

    • faith, belief
    • 信仰、信心、相信、可信
  • πιστεύω (241)

    • I believe, I have faith (in), trust ‖ πιστεύσω, ἐπίστευσα πεπίστευκα, πεπίστευμαι, ἐπιστεύθην
    • 相信、有信心、信託
  • οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν (234)

    • no one, none, nothing
    • 沒有一個、一點也不、無一人
  • ἅγιος, –ία, ιον (233)

    • adjective: holy ‖ plural noun: saints
    • 至聖所、聖所、聖潔的(人或物)、聖徒
  • ἀποκρίνομαι (231)

    • I answer ‖ , ἀπεκρινάμην, , , ἀπεκρίθην
    • 回答、繼續說
  • ὄνομα, –ατος, τό (229)

    • name, reputation
    • 名字
  • γινώσκω (222)

    • I know, come to know, realize, learn ‖ γνώσομαι, ἔγνων, ἔγνωκα ἔγνωσμαι, ἐγνώσθην
    • 知道、認識、明白

HW8

  • ὑπό (ὑπ᾿, ὑφ᾿) (220)

    • gen: by (preposition) ‖ acc: under
    • 後接直接受格,意思是「在...之下」
  • ἐξέρχομαι (218)

    • I go out ‖ ἐξελεύσομαι, ἐξῆλθον ἐξελήλυθα, ,
    • 出來
  • ἀνήρ, ἀνδρός, ὁ (216)

    • male, husband; man
    • 人、成年男子、丈夫
  • γυνή, γυναικός, ἡ (215)

    • woman, wife
    • 妻子、女人
  • τε (215)

    • and (so), so
  • δύναμαι (210)

    • I am able, am powerful ‖ (ἐδυνάμην or ἠδυνάμην), δυνήσομαι, , , ἠδυνήθην
    • 能夠
  • θέλω (208)

    • I wish, desire; enjoy ‖ , ἠθέλησα, , ,
    • 想要、願意
  • οὕτως (208)

    • thus, so, in this manner
    • 如此、這樣地
  • ἰδού (200)

    • See! Behold!
    • 看哪!
  • Ἰουδαῖος, –αία, –αῖον (195)

    • adjective: Jewish ‖ noun: Jew
    • 猶太人的

HW9

  • εἰσέρχομαι (194)

    • I come in(to); go in(to), enter ‖ εἰσελεύσομαι, εἰσῆλθον, εἰσελήλυθα, ,
    • 進入
  • νόμος, ου, ὁ (194)

    • law; principle
    • 律法、原則、方法
  • παρά (παρ᾿) (194)

    • gen: from ‖ dat: beside, in the presence of ‖ acc: alongside of
    • 後接間接受格時意思是「在...眼前、和...一起」
  • γράφω (191)

    • I write ‖ γράψω, ἔγραψα, γέγραφα γέγραπμαι or γέγραμμαι, ἐγράφην
  • κόσμος, ου, ὁ (186)

    • world, universe; mankind
    • 世界、宇宙、世人
  • καθώς (182)

    • as, even as
    • 正如、就像是...、照著
  • μέν (179)

    • on the one hand; indeed
    • 表達對比或繼續
  • χείρ, χειρός, ἡ (177)

    • hand, arm, finger
  • εὑρίσκω (176)

    • I find ‖ (εὕρισκον or ηὕρισκον), εὑρήσω, εὗρον εὕρηκα, , εὑρέθην
    • 發現、得到、找到、遇見
  • ἄγγελος, ου, ὁ (175)

    • angel; messenger
    • 天使、使者

HW 10

  • ὄχλος, ου, ὁ (175)

    • crowd, multitude
    • 群眾
  • ἁμαρτία, –ας, ἡ (173)

    • sin
  • ἔργον, ου, τό (169)

    • work; deed, action
    • 工作、產品、所作所為
  • ἄν (166)

    • an untranslatable, uninflected word, used to make a definite statement contingent upon something
    • 表示可能性、無限性,常用在條件句的結果子句中
  • δόξα, –ης, ἡ (166)

    • glory, majesty, fame
    • 榮耀
  • βασιλεία, –ας, ἡ (162)

    • kingdom
    • 國家
  • ἔθνος, –ους, τό (162)

    • singular: nation ‖ plural: Gentiles
    • 國家、民族、外國人
  • πόλις, –εως, ἡ (162)

    • city
    • 城市
  • τότε (160)

    • then; thereafter
    • 那時、然後
  • ἐσθίω (158)

    • I eat ‖ φάγομαι, ἔφαγον, , ,

HW11

  • Παῦλος, ου, ὁ (158)

    • Paul
    • 專有名詞,人名:保羅
  • καρδία, –ας, ἡ (156)

    • heart; inner self
  • Πέτρος, ου, ὁ (156)

    • Peter
    • 專有名詞,人名:彼得
  • ἄλλος, –η, ο (155)

    • other, another
    • 另一個、其他的
  • πρῶτος, –η, ον (155)

    • first; earlier
    • 首先、第一
  • χάρις, –ιτος, ἡ (155)

    • grace, favor, kindness
    • 恩典、恩惠、感謝
  • ἵστημι (154)

    • intransitive: I stand ‖ transitive: I cause to stand ‖ στήσω, ἔστησα or ἔστην, ἕστηκα , ἐστάθην
    • 設立、站立
  • πορεύομαι (153)

    • I go, proceed; live ‖ πορεύσομαι, , πεπόρευμαι, ἐπορεύθην
    • 去、旅行
  • ὑπέρ (150)

    • gen: in behalf of ‖ acc: above
    • 後接所有格時意思是「為了、代替、關於」
  • καλέω (148)

    • I call, name, invite ‖ καλέσω, ἐκάλεσα, κέκληκα κέκλημαι, ἐκλήθην
    • 呼叫、取名

HW12

  • νῦν (147)

    • now, the present
    • 現在
  • σάρξ, σαρκός, ἡ (147)

    • flesh, body
    • 肉體、有血肉的人
  • ἕως (146)

    • conj: until ‖ prep (gen): as far as
    • 直到
  • ἐγείρω (144)

    • I raise up, wake ‖ ἐγερῶ, ἤγειρα, , ἐγήγερμαι, ἠγέρθην
    • 使起來、喚醒
  • ὅστις, ἥτις, ὅτι (144)

    • whoever, whichever, whatever
    • 無論誰、無論什麼
  • προφήτης, ου, ὁ (144)

    • prophet
    • 先知
  • ἀγαπάω (143)

    • I love, cherish ‖ ἀγαπήσω, ἠγάπησα, ἠγάπηκα ἠγάπημαι, ἠγαπήθην
  • ἀφίημι (143)

    • I let go, leave, permit ‖ ἀφήσω, ἀφῆκα, , ἀφέωμαι ἀφέθην
    • 離開、允許、容讓、原諒
  • οὐδέ (143)

    • and not, not even; neither, nor
    • 也不、甚至不
  • λαός, –οῦ, ὁ (142)

    • people, crowd
    • 民眾、民族

HW13

  • σῶμα, –ατος, τό (142)

    • body
    • 身體、肉體、屍體
  • πάλιν (141)

    • again
    • 又、再、另一方面
  • ζάω (140)

    • I live ‖ ζήσω, ἔζησα, , ,
  • Ἰερουσαλήμ, ἡ (139)

    • Jerusalem
    • 專有名詞,地名:耶路撒冷
  • φωνή, –ῆς, ἡ (139)

    • sound, noise; voice
    • 聲音、調子、噪音
  • δύο (135)

    • two
  • ζωή, –ῆς, ἡ (135)

    • life
    • 生命
  • Ἰωάννης, ου, ὁ (135)

    • John
    • 專有名詞,人名:約翰
  • ἀποστέλλω (132)

    • I send (away) ‖ ἀποστελῶ, ἀπέστειλα, ἀπέσταλκα ἀπέσταλμαι, ἀπεστάλην
    • 差遣
  • βλέπω (132)

    • I see, look at ‖ βλέψω, ἔβλεψα, , ,
    • 看、凝視、能看見、得到視力、留心

others

  • ἀμήν (128)

    • verily, truly, amen, so let it be
    • 阿們、真正地、誠心地、真實地
  • νεκρός, –ά, –όν (128)

    • adjective: dead ‖ noun: dead body, corpse
    • 死的、死人
  • σύν (128)

    • dat: with
    • 後接間接受格,意思是「和...一起」
  • δοῦλος, ου, ὁ (126)

    • slave; servant
    • 僕人、奴僕
  • ὅταν (123)

    • whenever
    • 當...時候、無論何時
  • αἰών, –ῶνος, ὁ (122)

    • age, eternity
    • 世代、世界的秩序、永遠
  • ἀρχιερεύς, –έως, ὁ (122)

    • chief priest, high priest
    • 大祭司、祭司長
  • βάλλω (122)

    • I throw ‖ βαλῶ, ἔβαλον, βέβληκα βέβλημαι, ἐβλήθην
    • 拋出、拋掉
  • θάνατος, ου, ὁ (120)

    • death
  • δύναμις, –εως, ἡ (119)

    • power; miracle
    • 能力
  • παραδίδωμι (119)

    • I deliver, entrust; hand over ‖ παραδώσω, παρέδωκα or ‖ παρέδοσα, παραδέδωκα, παραδέδομαι παρεδόθην
    • 傳承、交給、出賣、放棄
  • μένω (118)

    • I remain, live ‖ μενῶ, ἔμεινα, μεμένηκα, ,
    • 留下、住
  • ἀπέρχομαι (117)

    • I depart ‖ ἀπελεύσομαι, ἀπῆλθον, ἀπελήλυθα, ,
    • 去、離開
  • ζητέω (117)

    • I seek, desire, try to obtain ‖ ζητήσω, ἐζήτησα, , , ἐζητήθην
    • 索求、尋找
  • ἀγάπη, –ης, ἡ (116)

    • love
    • 愛、重視
  • βασιλεύς, –έως, ὁ (115)

    • king
    • 國王、君王
  • ἐκκλησία, –ας, ἡ (114)

    • a church, (the) Church; assembly congregation
    • 會眾、教會
  • ἴδιος, –ία, ιον (114)

    • ones own (e.g., people, home)
    • 自己的
  • κρίνω (114)

    • I judge, decide, prefer ‖ κρινῶ, ἔκρινα, κέκρικα κέκριμαι, ἐκρίθην
    • 分開、區別、判斷、論斷、定罪
  • μόνος, –η, ον (114)

    • alone, only
    • 只要、只有
  • οἶκος, ου, ὁ (114)

    • house, home
    • 屋子
  • ἀποθνῄσκω (110)

    • I die, am about to die, am freed from ‖ ἀποθανοῦμαι, ἀπέθανον, ,
    • 死、面對死亡
  • ὅσος, –η, ον (110)

    • as great as, as many as
    • 多麼大、任誰、任何
  • ἀλήθεια, –ας, ἡ (109)

    • truth
    • 真實、真理
  • μέλλω (109)

    • I am about to ‖ (ἔμελλον or ἤμελλον), μελλήσω, , , ,
    • 將要、將會
  • ὅλος, –η, ον (109)

    • adj: whole, complete ‖ adverb: entirely
    • 全部的
  • παρακαλέω (109)

    • I call (to ones side); urge, implore; ‖ comfort ‖ , παρεκάλεσα, παρακέκλημαι, παρεκλήθην
    • 勸說、安慰、邀請、懇求
  • ἀνίστημι (108)

    • intransitive: I rise, get up ‖ transitive: I raise ‖ ἀναστήσω, ανέστησα, , ,
    • 及物時意思是「使...起來」、復活
  • σῴζω (106)

    • I save, deliver, rescue ‖ σώσω, ἔσωσα, σέσωκα σέσῳσμαι, ἐσώθην
    • 拯救、治好
  • ὥρα, –ας, ἡ (106)

    • hour; occasion, moment
    • 時刻、小時
  • ὅτε (103)

    • when
    • 當...的時候
  • πῶς (103)

    • how?
    • 如何、怎麼
  • ψυχή, –ῆς, ἡ (103)

    • life; soul; self
    • 生命、靈魂、自己
  • ἀγαθός, –ή, –όν (102)

    • good, useful
    • 好的、善的
  • ἐξουσία, –ας, ἡ (102)

    • authority, power
    • 權威、自由
  • αἴρω (101)

    • I raise, take up, take away ‖ ἀρῶ, ἦρα, ἦρκα, ἦρμαι, ἤρθην
    • 提高、提起、移走
  • δεῖ (101)

    • it is necessary ‖ , , , ,
    • 必須、應該
  • καλός, –ή, –όν (101)

    • beautiful; good
    • 好的
  • ὁδός, –οῦ, ἡ (101)

    • way, road, journey, conduct
    • 道路
  • ἀλλήλων (100)

    • one another
    • 彼此
  • ὀφθαλμός, –οῦ, ὁ (100)

    • eye, sight
    • 眼睛
  • τίθημι (100)

    • I put, place ‖ θήσω, ἔθηκα, τέθεικα, τέθειμαι ἐτέθην
    • 安放、描述
  • τέκνον, ου, τό (99)

    • child, descendant
    • 孩子
  • ἕτερος, α, ον (98)

    • other, another, different
    • 另一個的、不同的
  • Φαρισαῖος, ου, ὁ (98)

    • Pharisee
    • 專有名詞,教派名:法利賽人
  • αἷμα, –ατος, τό (97)

    • blood
  • ἄρτος, ου, ὁ (97)

    • bread, loaf, food
    • 麵包
  • γεννάω (97)

    • I beget, give birth to; produce ‖ γεννήσω, ἐγέννησα, γεγέννηκα, γεγέννημαι ἐγεννήθην
    • 生、產生
  • διδάσκω (97)

    • I teach ‖ διδάξω, ἐδίδαξα, , ἐδιδάχθην
    • 教導
  • ἐκεῖ (95)

    • there, in that place
    • 那裡
  • περιπατέω (95)

    • I walk (around); live ‖ περιπατήσω, περιεπάτησα , ,
    • 走路、行事
  • φοβέομαι (95)

    • I fear ‖ , , , , ἐφοβήθην
    • 被動時意思是「害怕」
  • ἐνώπιον (94)

    • gen: before
    • 後接所有格,意思是「在...前面、在...眼前」
  • πούς, ποδός, ὁ (94)

    • foot
    • 地方
  • ἔτι (93)

    • still, yet, even
    • 仍然、更要、另外
  • οἰκία, –ας, ἡ (93)

    • house, home
    • 房子
  • πούς, ποδός, ὁ (93)

    • foot
  • δικαιοσύνη, –ης, ἡ (92)

    • righteousness
    • 公義、合乎上帝的旨意
  • εἰρήνη, –ης, ἡ (92)

    • peace
    • 和諧、平安、和平
  • θάλασσα, –ης, ἡ (91)

    • sea, lake
    • 海、湖
  • κάθημαι (91)

    • I sit (down), live ‖ καθήσομαι, , , ,
    • 坐著、住
  • ἀκολουθέω (90)

    • I follow; accompany ‖ ἀκολουθήσω, ἠκολούθησα ἠκολούθηκα, ,
    • 陪伴、跟隨、成為門徒
  • ἀπόλλυμι (90)

    • active: I destroy, kill ‖ middle: I perish, die ‖ ἀπολέσω or ἀπολῶ, ἀπώλεσα, ἀπόλωλα, ,
    • 失去 、毀滅、殺害
  • μηδείς, μηδεμία, μηδέν (90)

    • no one/thing
    • 沒有一人、沒有一樣
  • πίπτω (90)

    • I fall ‖ πεσοῦμαι, ἔπεσον or ἔπεσα πέπτωκα, ,
    • 掉落
  • ἑπτά (88)

    • seven
  • οὔτε (87)

    • and not, neither, nor
    • 也不、也沒有
  • ἄρχομαι (86)

    • I begin ‖ ἄρξομαι, ἠρξάμην, , ,
    • 管理、統治,關身時意思是「開始」
  • πληρόω (86)

    • I fill, complete, fulfill ‖ πληρώσω, ἐπλήρωσα πεπλήρωκα, πεπλήρωμαι, ἐπληρώθην
    • 完成、已經期滿、充滿、實現
  • προσέρχομαι (86)

    • I come/go to ‖ , προσῆλθον προσελήλυθα, ,
    • 來到、去到
  • καιρός, –οῦ, ὁ (85)

    • (appointed) time, season
    • 時機、時刻
  • προσεύχομαι (85)

    • I pray ‖ προσεύξομαι προσηυξάμην, , ,
    • 禱告
  • κἀγώ (84)

    • and I, but I
    • 甚至我、連我
  • μήτηρ, μητρός, ἡ (83)

    • mother
    • 母親
  • ὥστε (83)

    • therefore, so that
    • 因此、以致於
  • ἀναβαίνω (82)

    • I go up, come up ‖ ἀναβήσομαι, ἀνέβην ἀναβέβηκα, ,
    • 升上去、登高
  • ἕκαστος, –η, ον (82)

    • each, every
    • 每一個、各人的
  • ὅπου (82)

    • where
    • 那裡、何處
  • ἐκβάλλω (81)

    • I cast out, send out ‖ , ἐξέβαλον, , , ἐξεβλήθην
    • 趕出、帶出、送出
  • καταβαίνω (81)

    • I go down, come down ‖ καταβήσομαι, κατέβην καταβέβηκα, ,
    • 下降、下來
  • μᾶλλον (81)

    • more, rather
    • 更加、寧願
  • ἀπόστολος, ου, ὁ (80)

    • apostle; envoy, messenger
    • 使徒
  • Μωüσῆς, –έως, ὁ (80)

    • Moses
    • 專有名詞,人名:摩西
  • δίκαιος, –ία, ιον (79)

    • right, just, righteous
    • 公義的、正直的
  • πέμπω (79)

    • I send ‖ πέμψω, ἔπεμψα, , , ἐπέμφθην
    • 差遣、送給
  • ὑπάγω (79)

    • I depart ‖ , , , ,
    • 回去、離開
  • πονηρός, –ά, –όν (78)

    • evil, bad
    • 壞的、惡的
  • στόμα, –ατος, τό (78)

    • mouth
  • ἀνοίγω (77)

    • I open ‖ ἀνοίξω, ἠνέῳξα or ἀνέῳξα, ἀνέῳγα ἀγέῳγμαι or ἠνέῳγμαι, ἠνεῴχθην or ‖ ἠνοίχθην
    • 打開
  • βαπτίζω (77)

    • I baptize; dip, immerse ‖ βαπτίσω, ἐβάπτισα, βεβάπτισμαι, ἐβαπτίσθην
    • 施洗、清洗
  • σημεῖον, ου, τό (77)

    • sign, miracle
    • 表徵、神蹟、異象
  • ἐμός, ἐμή, ἐμόν (76)

    • my, mine
    • 我的
  • εὐαγγέλιον, ου, τό (76)

    • good news, Gospel
    • 福音、好消息
  • μαρτυρέω (76)

    • I bear witness, testify ‖ μαρτυρήσω, ἐμαρτύρησα μεμαρτύρηκα, μεμαρτύρημαι, ἐμαρτυρήθην
    • 作證、見證
  • πρόσωπον, ου, τό (76)

    • face; appearance
    • 面、臉、外貌
  • ὕδωρ, ὕδατος, τό (76)

    • water
  • δώδεκα (75)

    • twelve
    • 十二
  • κεφαλή, –ῆς, ἡ (75)

    • head
    • 頭、元首
  • Σίμων, –ωνος, ὁ (75)

    • Simon
    • 專有名詞,人名:西門
  • ἀποκτείνω (74)

    • I kill ‖ ἀποκτενῶ, ἀπέκτεινα, , , ἀπεκτάνθην
    • 殺死
  • ἱερόν, –οῦ, τό (74)

    • temple
    • 殿、聖殿
  • χαίρω (74)

    • I rejoice ‖ , , , , ἐχάρην
    • 喜樂、高興
  • Ἀβραάμ, ὁ (73)

    • Abraham
    • 專有名詞,人名:亞伯拉罕
  • πίνω (73)

    • I drink ‖ πίομαι, ἔπιον, πέπωκα, , ἐπόθην
  • φῶς, φωτός, τό (73)

    • light
  • αἰώνιος, ον (71)

    • eternal
    • 永遠的、沒有開始和結束
  • πῦρ, πυρός, τό (71)

    • fire
  • αἰτέω (70)

    • I ask; demand ‖ αἰτήσω, ᾔτησα, ᾔτηκα, ,
    • 祈求、要求、需求
  • τηρέω (70)

    • I keep, guard, observe ‖ τηρήσω, ἐτήρησα, τετήρηκα τετήρημαι, ἐτηρήθην
    • 保守
  • ἄγω (69)

    • I lead, bring, arrest ‖ ἄξω, ἤγαγον, , , ἤχθην
    • 引導、帶領
  • τρεῖς, τρία (69)

    • three
  • Ἰσραήλ, ὁ (68)

    • Israel
    • 以色列
  • ῥῆμα, –ατος, τό (68)

    • word, saying
    • 所說的事、說話
  • σάββατον, ου, τό (68)

    • Sabbath; week
    • 安息日
  • ἐντολή, –ῆς, ἡ (67)

    • commandment
    • 誡命
  • πιστός, –ή, –όν (67)

    • faithful, believing
    • 值得信賴的、忠實的
  • πλοῖον, ου, τό (67)

    • ship, boat
  • ἀπολύω (66)

    • I release ‖ ἀπολύσω, ἀπέλυσα, ἀπολέλυμαι, ἀπελύθην
    • 送走、釋放
  • καρπός, –οῦ, ὁ (66)

    • fruit, crop; result
    • 果子
  • πρεσβύτερος, α, ον (66)

    • elder; older
    • 較老的、長老
  • φέρω (66)

    • I carry, bear, produce ‖ οἴσω, ἤνεγκα, ἐνήνοχα, ἠνέχθην
    • 帶來、承擔
  • φημί (66)

    • I say, affirm ‖ , ἔφη, , ,
    • 說、含意
  • εἴτε (65)

    • if, whether
    • 不論、若、是否
  • γραμματεύς, –έως, ὁ (63)

    • scribe
    • 文士、書記
  • δαιμόνιον, ου, τό (63)

    • demon
    • 魔鬼、邪靈
  • ἔξω (63)

    • adverb: without ‖ prep (gen): outside
    • 出去、外面、離開
  • ἐρωτάω (63)

    • I ask; request ‖ ἐρωτήσω, ἠρώτησα, , ἠρωτήθην
    • 請求、要求
  • ὄρος, ὄρους, τό (63)

    • mountain, hill
    • 山、山丘
  • δοκέω (62)

    • I think, seem ‖ , ἔδοξα, , ,
    • 認為、思想
  • θέλημα, –ατος, τό (62)

    • will, desire
    • 旨意
  • θρόνος, ου, ὁ (62)

    • throne
    • 王座
  • ἀγαπητός, –ή, –όν (61)

    • beloved
    • 親愛的、蒙愛的、唯一的
  • Γαλιλαία, –ας, ἡ (61)

    • Galilee
    • 專有名詞,地名:加利利
  • δοξάζω (61)

    • I praise, honor, glorify ‖ δοξάσω, ἐδόξασα, δεδόξασμαι, ἐδοξάσθην
    • 尊榮、尊敬、頌讚、高舉
  • ἤδη (61)

    • now, already
    • 已經、現在
  • κηρύσσω (61)

    • I proclaim; preach ‖ , ἐκήρυξα, , , ἐκηρύχθην
    • 傳講
  • νύξ, νυκτός, ἡ (61)

    • night
    • 夜晚
  • ὧδε (61)

    • here
    • 這裡
  • ἱμάτιον, ου, τό (60)

    • garment, cloak
    • 衣服、外套、外袍
  • προσκυνέω (60)

    • I worship ‖ προσκυνήσω προσεκύνησα, , ,
    • 屈膝敬拜
  • ὑπάρχω (60)

    • I am; exist ‖ , , , , ‖ τά ὑπάρχοντᾶ ones belongings
    • 本來有、存在
  • ἀσπάζομαι (59)

    • I greet, salute ‖ , ἠσπασάμην, , ,
    • 問安、歡迎、尊敬
  • Δαυίδ, ὁ (59)

    • David
    • 專有名詞,人名:大衛
  • διδάσκαλος, ου, ὁ (59)

    • teacher
    • 教師
  • εὐθύς (59)

    • immediately
    • 筆直的、正直的
  • λίθος, ου, ὁ (59)

    • stone
    • 石頭
  • συνάγω (59)

    • I gather together, bring together; lead ‖ συνάξω, συνήγαγον, , συνῆγμαι, συνήχθην
    • 聚集、召集
  • χαρά, –ᾶς, ἡ (59)

    • joy, delight
    • 喜樂、歡喜
  • θεωρέω (58)

    • I look at, behold ‖ θεωρήσω, ἐθεώρησα, , ,
    • 看見、觀察
  • μέσος, –η, ον (58)

    • middle, in the midst
    • 中間的
  • τοιοῦτος, –αύτη, –οῦτον (57)

    • such, of such a kind
    • 這樣的、如此的
  • δέχομαι (56)

    • I take, receive ‖ δέξομαι, ἐδεξάμην, , δέδεγμαι, ἐδέχθην
    • 接受、歡迎、接納
  • ἐπερωτάω (56)

    • I ask (for) ‖ ἐπερωτήσω, ἐπηρώτησα, , ἐπηρωτήθην
    • 詢問、察問
  • μηδέ (56)

    • but not, nor, not even
    • 也不
  • συναγωγή, –ῆς, ἡ (56)

    • synagogue; meeting
    • 會堂、集會處
  • τρίτος, –η, ον (56)

    • third
    • 三分之一、第三
  • ἀρχή, –ῆς, ἡ (55)

    • beginning; ruler
    • 起初、掌權者
  • κράζω (55)

    • I cry out, call out ‖ κράξω, ἔκραξα, κέκραγα, ,
    • 喊叫
  • λοιπός, –ή, –όν (55)

    • adjective: remaining ‖ noun: (the) rest ‖ adverb: for the rest, henceforth
    • 從此以後、再者、此外、最後
  • Πιλᾶτος, ου, ὁ (55)

    • Pilate
    • 專有名詞,人名:彼拉多
  • δεξιός, –ά, –όν (54)

    • right
    • 右邊的
  • εὐαγγελίζω (54)

    • I bring good news, preach ‖ , εὐηγγέλισα, εὐηγγέλισμαι, εὐηγγελίσθην
    • 傳福音、宣佈好消息,關身的意思和主動相同
  • οὐχί (54)

    • not
    • 不、確實不
  • χρόνος, ου, ὁ (54)

    • time
    • 時間
  • διό (53)

    • therefore, for this reason
    • 所以
  • ἐλπίς, –ίδος, ἡ (53)

    • hope, expectation
    • 希望、盼望的事
  • ὅπως (53)

    • how; (in order) that
    • 常接假設語氣,意思是「以致於、為要」
  • ἐπαγγελία, –ας, ἡ (52)

    • promise
    • 所承諾的、應許、承諾
  • ἔσχατος, –η, ον (52)

    • last
    • 最後的
  • παιδίον, ου, τό (52)

    • child, infant
    • 孩子、嬰孩
  • πείθω (52)

    • I persuade ‖ πείσω, ἔπεισα, πέποιθα πέπεισμαι, ἐπείσθην
    • 遵從、順服
  • σπείρω (52)

    • I sow ‖ , ἔσπειρα, , ἔσπαρμαι, ἐσπάρην
    • 撒種
  • σοφία, –ας, ἡ (51)

    • wisdom
    • 智慧
  • γλῶσσα, –ης, ἡ (50)

    • tongue, language
    • 語言、舌頭
  • γραφή, –ῆς, ἡ (50)

    • writing; Scripture
    • 聖經、書信、經文
  • κακός, –ή, –όν (50)

    • bad, evil
    • 壞的、邪惡的
  • μακάριος, –ία, ιον (50)

    • blessed, happy
    • 有福分的、特受恩寵的
  • παραβολή, –ῆς, ἡ (50)

    • parable
    • 模式、形象、比喻
  • τυφλός, –ή, –όν (50)

    • blind
    • 瞎眼的

adapted from: Bibleworks 10; William D. Mounce, Basics of Biblical Greek Grammar, 4th ed. (Grand Rapids, Mich.: Zondervan, 2019), 463-474; 聖經原文單字表 (fhl.net)