9.7 KiB
HW❹ (Mar 1:1-5)
Ἀρχὴ τοῦ εὐαγγελίου Ἰησοῦ Χριστοῦ Υἱοῦ Θεοῦ .
¬ Καθὼς γέγραπται ἐν τῷ Ἠσαΐᾳ τῷ προφήτῃ ·
¬ Ἰδοὺ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου ,
¬ ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ·
¬ Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ ·
¬ Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου ,
¬ εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ , ¶
Ἐγένετο Ἰωάννης ὁ βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν . καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται πάντες , καὶ ἐβαπτίζοντο ὑπ᾽ αὐτοῦ ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν .
HW❹ 單字背誦 (10個)
ἄγγελος (175)
ἄγγελος , ου m angel; messenger, one who is sent
ἁμαρτία (173)
ἁμαρτία , ας f sin ( ἔχω ἁ. be sinful); περὶ ἁ. often sin offering
ἀποστέλλω (132)
ἀποστέλλω (fut. ἀποστελῶ ; aor. ἀπέστειλα , subj. ἀποστείλω [in Ac 7.33 this may be a dialectical peculiarity of the pres. ind.]; pf. ἀπέσταλκα ; aor. pass. ἀπεστάλην) send; send out or away
βαπτίζω (77)
βαπτίζω baptize; wash
γράφω (191)
γράφω (pf. γέγραφα ; pf. pass. 3 sg. γέγραπται ; aor. pass. ἐγράφην) write; record, compose; sign one's name (2 Th 3.17); cover with writing (Re 5.1)
ἐγώ (2581)
ἐγώ 1 pers. pro. ἐμοῦ (μου), ἐμοί (μοι), ἐμέ (με) I, me; pl. ἡμεις , ἡμῶν , ἡμῖν , ἡμᾶς we, us
εὐαγγέλιον (76)
εὐαγγέλιον , ου , n good news, gospel
ἰδού (200)
ἰδού Look! See! Listen!; there or here is (are), there or here was (were); there or here comes (came); then, suddenly; even, yet (of emphasis)
κύριος (716)
κύριος , ου m Lord (of God and Christ); master, lord, owner; sir (of address)
ὁδός (101)
ὁδός , οῦ f way, road; journey ( σαββάτου ἔχον ὁδόν a Sabbath day's journey away, i.e. about half a mile Ac 1.12); way of life, conduct; Way (of the Christian faith and life)