OpenGNT/Glossary/GK_lemma_EnglishGloss.csv

5899 lines
184 KiB
Plaintext
Raw Blame History

This file contains ambiguous Unicode characters

This file contains Unicode characters that might be confused with other characters. If you think that this is intentional, you can safely ignore this warning. Use the Escape button to reveal them.

1 α alpha
2 Ἀαρών Aaron
3 Ἀβαδδών Abaddon
4 ἀβαρής not burdensome
5 ἀββά father
6 Ἅβελ Abel
7 Ἀβιά Abijah
8 Ἀβιαθάρ Abiathar
9 Ἀβιληνή Abilene
10 Ἀβιούδ Abiud
11 Ἀβραάμ Abraham
12 ἄβυσσος Abyss
13 Ἅγαβος Agabus
14 ἀγαθοεργέω to do good
15 ἀγαθοεργός one who does good
16 ἀγαθοποιέω to do good
17 ἀγαθοποιία doing good
18 ἀγαθοποιός one who does good
19 ἀγαθός good
20 ἀγαθωσύνη goodness
21 ἀγαλλίασις delight
22 ἀγαλλιάω to be filled with delight
23 ἄγαμος unmarried
24 ἀγανακτέω to be indignant
25 ἀγανάκτησις indignation
26 ἀγαπάω to love
27 ἀγάπη love
28 ἀγαπητός dearly loved one
29 Ἁγάρ Hagar
30 ἀγγαρεύω to force
31 ἀγγεῖον jar
32 ἀγγελία message
33 ἀγγέλλω to bring news
34 ἄγγελος angel
35 ἄγγος basket
36 ἀγέλη herd
37 ἀγενεαλόγητος without genealogy
38 ἀγενής lowly
39 ἁγιάζω to sanctify
40 ἁγιασμός holiness
41 ἅγιος holy
42 ἁγιότης holiness
43 ἁγιωσύνη holiness
44 ἀγκάλη arm
45 ἄγκιστρον fish-hook
46 ἄγκυρα anchor
47 ἄγναφος unshrunk
48 ἁγνεία purity
49 ἁγνίζω to purify
50 ἁγνισμός purification
51 ἀγνοέω to be ignorant
52 ἀγνόημα sin committed in ignorance
53 ἄγνοια ignorance
54 ἁγνός pure
55 ἁγνότης purity
56 ἁγνῶς purely
57 ἀγνωσία ignorance
58 ἄγνωστος unknown
59 ἀγορά marketplace
60 ἀγοράζω to buy
61 ἀγοραῖος marketplace
62 ἄγρα catch
63 ἀγράμματος unschooled
64 ἀγραυλέω to live outdoors
65 ἀγρεύω to catch
66 ἀγριέλαιος wild olive tree
67 ἄγριος wild
68 Ἀγρίππας Agrippa
69 ἀγρός field
70 ἀγρυπνέω to keep awake
71 ἀγρυπνία sleeplessness
72 ἄγω to bring
73 ἀγωγή way of life
74 ἀγών struggle
75 ἀγωνία anguish
76 ἀγωνίζομαι to fight
77 Ἀδάμ Adam
78 ἀδάπανος free of charge
79 Ἀδδί Addi
80 ἀδελφή sister
81 ἀδελφός brother
82 ἀδελφότης brotherhood
83 ἄδηλος not clear
84 ἀδηλότης uncertainty
85 ἀδήλως uncertainly
86 ἀδημονέω to be troubled
87 ᾅδης Hades
88 ἀδιάκριτος impartial
89 ἀδιάλειπτος constant
90 ἀδιαλείπτως unceasingly
91 ἀδιαφθορία sincerity
92 ἀδικέω to do wrong
93 ἀδίκημα crime
94 ἀδικία wickedness
95 ἀδικοκρίτης unjust judge
96 ἄδικος unjust
97 ἀδίκως unjustly
98 Ἀδμίν Admin
99 ἀδόκιμος failing the test
100 ἄδολος pure
101 Ἀδραμυττηνός of Adramyttium
102 Ἀδρίας Adriatic Sea
103 ἁδρότης liberal gift
104 ἀδυνατέω to be impossible
105 ἀδύνατος impossible
106 ᾄδω to sing
107 ἀεί always
108 ἀετός eagle
109 ἄζυμος unleavened
110 Ἀζώρ Azor
111 Ἄζωτος Azotus
112 ἀηδία enmity
113 ἀήρ air
114 ἀθανασία immortality
115 ἀθάνατος immortal
116 ἀθέμιτος unlawful
117 ἄθεος without God
118 ἄθεσμος lawless
119 ἀθετέω to reject
120 ἀθέτησις setting aside
121 Ἀθηνᾶ Athens
122 Ἀθηναῖος Athenian
123 ἀθλέω to compete in a contest
124 ἄθλησις contest
125 ἀθροίζω to assemble together
126 ἀθυμέω to be discouraged
127 ἀθῷος innocent
128 αἴγειος of a goat
129 αἰγιαλός shore
130 Αἰγύπτιος Egyptian
131 Αἴγυπτος Egypt
132 ἀίδιος eternal
133 αἰδώς decency
134 Αἰθίοψ Ethiopian
135 αἱμα blood
136 αἱματεκχυσία shedding
137 αἱμορροέω to be subject to bleeding
138 Αἰνέας Aeneas
139 αἴνεσις praise
140 αἰνέω to praise
141 αἴνιγμα poor reflection
142 αἶνος praise
143 Αἰνών Aenon
144 αἴξ goat
145 αἱρέω to choose
146 αἵρεσις sect
147 αἱρετίζω to choose
148 αἱρετικός divisive
149 αἴρω to take up
150 αἰσθάνομαι to grasp
151 αἴσθησις insight
152 αἰσθητήριον sense
153 αἰσχροκερδής pursuing dishonest gain
154 αἰσχροκερδῶς in greediness for money
155 αἰσχρολογία filthy language
156 αἰσχρός disgraceful
157 αἰσχρότης obscenity
158 αἰσχύνη shamefulness
159 αἰσχύνομαι to be ashamed
160 αἰτέω to ask
161 αἴτημα request
162 αἰτία charge
163 αἰτίαμα charge
164 αἰτιάομαι to charge
165 αἴτιος basis
166 αἰτίωμα charge
167 αἰφνίδιος sudden
168 αἰχμαλωσία captivity
169 αἰχμαλωτεύω to take captive
170 αἰχμαλωτίζω to take captive
171 αἰχμάλωτος prisoner
172 αἰών eternity
173 αἰώνιος eternal
174 ἀκαθαρσία impurity
175 ἀκαθάρτης uncleanness
176 ἀκάθαρτος unclean
177 ἀκαιρέομαι to have no opportunity
178 ἀκαίρως out of season
179 ἄκακος blameless
180 ἄκανθα thorn
181 ἀκάνθινος of thorns
182 ἄκαρπος unfruitful
183 ἀκατάγνωστος not condemned
184 ἀκατακάλυπτος uncovered
185 ἀκατάκριτος uncondemned
186 ἀκατάλυτος indestructible
187 ἀκατάπαστος unceasing
188 ἀκατάπαυστος never stopping
189 ἀκαταστασία disorder
190 ἀκατάστατος unstable
191 ἀκατάσχετος uncontrollable
192 Ἀκελδαμάχ Akeldama
193 ἀκέραιος innocent
194 ἀκηδεμονέω be in distress
195 ἀκλινής unswerving
196 ἀκμάζω to become ripe
197 ἀκμήν still
198 ἀκοή hearing
199 ἀκολουθέω to follow
200 ἀκουστός audible
201 ἀκούω to hear
202 ἀκρασία lack of self-control
203 ἀκρατής without self-control
204 ἄκρατος undiluted
205 ἀκρίβεια thoroughness
206 ἀκριβέστερον strictest
207 ἀκριβής strict
208 ἀκριβόω to find out exactly
209 ἀκριβῶς accurately
210 ἀκρίς locust
211 ἀκροατήριον audience room
212 ἀκροατής hearer
213 ἀκροβυστία uncircumcision
214 ἀκρογωνιαῖος cornerstone
215 ἀκροθίνιον plunder
216 ἄκρον end
217 Ἀκύλας Aquila
218 ἀκυρόω to nullify
219 ἀκωλύτως without hinderance
220 ἄκων not voluntary
221 ἅλα salt
222 ἀλάβαστρον alabaster jar
223 ἀλάβαστρος alabaster jar
224 ἀλαζονεία boasting
225 ἀλαζών boaster
226 ἀλαλάζω to clang
227 ἀλάλητος inexpressible
228 ἄλαλος mute
229 ἅλας salt
230 ἀλείφω to pour on
231 ἀλεκτοροφωνία crowing of a rooster
232 ἀλέκτωρ rooster
233 Ἀλεξανδρεύς Alexandrian
234 Ἀλεξανδρῖνος Alexandrian
235 Ἀλέξανδρος Alexander
236 ἄλευρον flour
237 ἀλήθεια truth
238 ἀληθεύω to be truthful
239 ἀληθής true
240 ἀληθινός true
241 ἀλήθω to grind grain
242 ἀληθῶς truly
243 ἁλιεύς fisherman
244 ἁλιεύω to catch fish
245 ἁλίζω to salt
246 ἀλίσγημα pollution
247 ἀλλά but
248 ἀλλάσσω to change
249 ἀλλαχόθεν from another way
250 ἀλλαχοῦ elsewhere
251 ἀλληγορέω to take figuratively
252 ἁλληλουϊά hallelujah
253 ἀλλήλων one another
254 ἀλλογενής foreign
255 ἀλλοιόω to change
256 ἅλλομαι to jump up
257 ἄλλος another
258 ἀλλοτριεπίσκοπος meddler
259 ἀλλότριος belonging to another
260 ἀλλόφυλος Gentile
261 ἄλλως otherwise
262 ἀλοάω to tread
263 ἄλογος unreasonable
264 ἀλόη aloes
265 ἅλς salt
266 ἁλυκός salt spring
267 ἄλυπος free from anxiety
268 ἅλυσις chain
269 ἀλυσιτελής unadvantageous
270 ἄλφα Alpha
271 Ἁλφαῖος Alphaeus
272 ἅλων threshing floor
273 ἀλώπηξ fox
274 ἅλωσις capture
275 ἅμα together
276 ἀμαθής ignorant
277 ἀμαράντινος unfading
278 ἀμάραντος never fading
279 ἁμαρτάνω to sin
280 ἁμάρτημα sin
281 ἁμαρτία sin
282 ἀμάρτυρος without testimony
283 ἁμαρτωλός sinful
284 Ἀμασίας Amaziah
285 ἄμαχος peaceable
286 ἀμάω to mow
287 ἀμέθυστος amethyst
288 ἀμελέω to neglect
289 ἄμεμπτος blameless
290 ἀμέμπτως blamelessly
291 ἀμέριμνος free from concern
292 ἀμετάθετος unchangeable
293 ἀμετακίνητος not moveable
294 ἀμεταμέλητος without regret
295 ἀμετανόητοςς unrepentant
296 ἄμετρος beyond limits
297 ἀμήν amen
298 ἀμήτωρ without a mother
299 ἀμίαντος pure
300 Ἀμιναδάβ Amminadab
301 ἄμμον sand
302 ἄμμος sand
303 ἀμνός lamb
304 ἀμοιβή repayment
305 ἄμμορφος misshapen
306 ἄμπελος vine
307 ἀμπελουργός one who takes care of a vineyard
308 ἀμπελών vineyard
309 Ἀμπλιᾶτος Ampliatus
310 ἀμύνομαι to defend
311 ἀμφιβάλλω to cast a fishnet
312 ἀμφίβληστρον casting net
313 ἀμφιέζω to clothe
314 ἀμφιέννυμι to dress
315 Ἀμφίπολις Amphipolis
316 ἄμφοδον street
317 ἀμφότεροι both
318 ἀμώμητος blameless
319 ἄμωμον spice
320 ἄμωμοςς unblemished
321 Ἀμών Amon
322 Ἀμώς Amos
323 ἄν [indicates potential]
324 ἀνά each
325 ἀναβαθμός step
326 ἀναβαίνω to go up
327 ἀναβάλλω to adjourn a proceeding
328 ἀναβιβάζω to pull up
329 ἀναβλέπω to look up
330 ἀνάβλεψις recovery of sight
331 ἀναβοάω to cry out
332 ἀναβολή delay
333 ἀνάγαιον upper room
334 ἀναγγέλλω to tell
335 ἀναγεννάω to give new birth
336 ἀναγινώσκω to read
337 ἀναγκάζω to compel
338 ἀναγκαῖος necessary
339 ἀναγκαστῶς a must
340 ἀνάγκη necessity
341 ἀναγνωρίζω to tell
342 ἀνάγνωσις reading
343 ἀνάγω to lead up
344 ἀναδείκνυμι to show
345 ἀνάδειξις public appearance
346 ἀναδέχομαι to receive
347 ἀναδίδωμι to deliver
348 ἀναζάω to become alive again
349 ἀναζητέω to look for
350 ἀναζώννυμι to gird
351 ἀναζωπυρέω to fan a flame
352 ἀναθάλλω to renew
353 ἀνάθεμα curse
354 ἀναθεματίζω to bind with an oath
355 ἀναθεωρέω to look carefully at
356 ἀνάθημα gift consecrated to God
357 ἀναίδεια boldness
358 ἀναίρεσις death
359 ἀναιρέω to kill
360 ἀναίτιος innocent
361 ἀνακαθίζω to sit up
362 ἀνακαινίζω to bring back
363 ἀνακαινόω to renew
364 ἀνακαίνωσις renewal
365 ἀνακαλύπτω to unveil
366 ἀνακάμπτω to return
367 ἀνάκειμαι to recline for a meal
368 ἀνακεφαλαιόω to bring together under one head
369 ἀνακλίνω to cause to lie down
370 ἀνακόπτω to hinder
371 ἀνακράζω to cry out
372 ἀνακραυγάζω to cry out
373 ἀνακρίνω to examine
374 ἀνάκρισις investigation
375 ἀνακυλίω to roll away
376 ἀνακύπτω to straighten up
377 ἀναλαμβάνω to take up
378 ἀνάλημψις taking up
379 ἀναλίσκω to consume
380 ἀνάλλομαι to jump up
381 ἀναλογία proportion
382 ἀναλογίζομαι to consider
383 ἄναλος not salty
384 ἀναλόω to destroy
385 ἀνάλυσις departure
386 ἀναλύω to depart
387 ἀναμάρτητος without sin
388 ἀναμένω to wait for
389 ἀναμιμνῄσκω to remember
390 ἀνάμνησις reminder
391 ἀνανεόω to be made new
392 ἀνανήφω to come to one's senses
393 Ἁνανίας Ananias
394 ἀναντίρρητος undeniable
395 ἀναντιρρήτως promptly
396 ἀνάξιος not competent
397 ἀναξίως unworthily
398 ἀνάπαυσις rest
399 ἀναπαύω to rest
400 ἀναπείθω to persuade
401 ἀνάπειρος crippled
402 ἀναπέμπω to send
403 ἀναπηδάω jump up
404 ἀναπίπτω recline
405 ἀναπληρόω to fulfill
406 ἀναπολόγητος without excuse
407 ἀναπράσσω to demand
408 ἀναπτύσσω to unroll
409 ἀνάπτω to set on fire
410 ἀναρίθμητος countless
411 ἀνασείω to stir up
412 ἀνασκευάζω to trouble
413 ἀνασπάω to pull up
414 ἀνάστασις resurrection
415 ἀναστατόω to cause trouble
416 ἀνασταυρόω to crucify again
417 ἀναστενάζω to sigh deeply
418 ἀναστρέφω to conduct oneself
419 ἀναστροφή way of life
420 ἀνασῴζω to save
421 ἀνατάσσομαι to draw up
422 ἀνατέλλω to rise
423 ἀνατίθημι to set before
424 ἀνατολή east
425 ἀνατολικός eastern
426 ἀνατρέπω to overturn
427 ἀνατρέφω to bring up
428 ἀναφαίνω to appear
429 ἀναφέρω to lead up
430 ἀναφωνέω to exclaim
431 ἀνάχυσις flood
432 ἀναχωρέω to withdraw
433 ἀνάψυξις refreshment
434 ἀναψύχω to refresh
435 ἀνδραποδιστής slave trader
436 Ἀνδρέας Andrew
437 ἀνδρίζομαι to act courageously
438 Ἀνδρόνικος Andronicus
439 ἀνδροφόνος murderer
440 ἀνεγκλησία blamelessness
441 ἀνέγκλητος blameless
442 ἀνεκδιήγητος indescribable
443 ἀνεκλάλητος inexpressible
444 ἀνέκλειπτος not exhaustible
445 ἀνεκτός bearable
446 ἀνελεήμων ruthless
447 ἀνέλεος merciless
448 ἀνεμίζω to be moved by the wind
449 ἄνεμος wind
450 ἀνένδεκτος impossible
451 ἀνεξεραύνητος unsearchable
452 ἀνεξίκακος not resentful
453 ἀνεξιχνίαστος unsearchable
454 ἀνεπαίσχυντος unashamed
455 ἀνεπίλημπτος above reproach
456 ἀνέρχομαι to go up
457 ἄνεσις rest
458 ἀνετάζω to question
459 ἄνευ without
460 ἀνεύθετος unsuitable
461 ἀνευρίσκω to find
462 ἀνέχομαι to put up with
463 ἀνεψιός cousin
464 ἄνηθον dill
465 ἀνήκω to be fitting
466 ἀνήμερος brutal
467 ἀνήρ man
468 ἀνθίστημι to resist
469 ἀνθομολογέομαι to give thanks
470 ἄνθος flower
471 ἀνθρακιά charcoal fire
472 ἄνθραξ coal
473 ἀνθρωπάρεσκος one who wins favor
474 ἀνθρώπινος human
475 ἀνθρωποκτόνος murderer
476 ἄνθρωπος human being
477 ἀνθυπατεύω to be proconsul
478 ἀνθύπατος proconsul
479 ἀνίημι loosen
480 ἀνίλεως merciless
481 ἄνιπτος unwashed
482 ἀνίστημι to get up
483 Ἅννα Anna
484 Ἅννας Annas
485 ἀνόητος foolish
486 ἄνοια folly
487 ἀνοίγω to open
488 ἀνοικοδομέω to rebuild
489 ἄνοιξις opening
490 ἀνομία wickedness
491 ἄνομος without law
492 ἀνόμως without law
493 ἀνόνητος useless
494 ἀνορθόω to restore
495 ἀνόσιος unholy
496 ἀνοχή tolerance
497 ἀνταγωνίζομαι to struggle against
498 ἀντάλλαγμα something given in exchange
499 ἀνταναπληρόω to fill up
500 ἀνταποδίδωμι to repay
501 ἀνταπόδομα repayment
502 ἀνταπόδοσις reward
503 ἀνταποκρίνομαι to talk back
504 ἀντέχω to be devoted
505 ἀντί in exchange for
506 ἀντιβάλλω to discuss
507 ἀντιδιατίθημι to oppose
508 ἀντίδικος enemy
509 ἀντίθεσις opposition
510 ἀντικαθίστημι to resist
511 ἀντικαλέω to invite in reciprocation
512 ἀντίκειμαι to be an opponent
513 ἄντικρυς opposite of
514 ἀντιλαμβάνω to help
515 ἀντιλέγω to speak against
516 ἀντίλημψις help
517 ἀντιλογία argument
518 ἀντιλοιδορέω to retaliate
519 ἀντίλυτρον ransom
520 ἀντιμετρέω to measure in return
521 ἀντιμισθία an exchange
522 Ἀντιόχεια Antioch
523 Ἀντιοχεύς from Antioch
524 ἀντιπαρέρχομαι to pass by on the opposite side
525 Ἀντιπᾶς Antipas
526 Ἀντιπατρίς Antipatris
527 ἀντιπέρα across from
528 ἀντιπίπτω to resist
529 ἀντιστρατεύομαι to wage war against
530 ἀντιτάσσω to oppose
531 ἀντίτυπος copy
532 ἀντίχριστος antichrist
533 ἀντλέω to draw
534 ἄντλημα container to draw water with
535 ἀντοφθαλμέω to head into
536 ἄνυδρος arid
537 ἀνυπόκριτος sincere
538 ἀνυπότακτος rebellious
539 ἄνω above
540 ἄνωθεν from above
541 ἀνωτερικός interior
542 ἀνώτερον higher
543 ἀνωφελής unprofitable
544 ἀξίνη ax
545 ἄξιος worthy
546 ἀξιόω to consider worthy
547 ἀξίως worthily
548 ἀόρατος invisible
550 ἀπαγγέλλω to tell
551 ἀπάγχω to hang
552 ἀπάγω to lead away
553 ἀπαίδευτος stupid
554 ἀπαίρω to take away
555 ἀπαιτέω to demand back
556 ἀπαλγέω to lose all sensitivity
557 ἀπαλλάσσω to set free
558 ἀπαλλοτριόω to be excluded
559 ἁπαλός tender
560 ἀπαντάω to meet
561 ἀπάντησις meeting
562 ἅπαξ once
563 ἀπαράβατος permanent
564 ἀπαρασκεύαστος unprepared
565 ἀπαρνέομαι to disown
566 ἀπαρτί exactly
568 ἀπαρτισμός completion
569 ἀπαρχή firstfruits
570 ἅπας all
571 ἀπασπάζομαι to say farewell
572 ἀπατάω to deceive
573 ἀπάτη deception
574 ἀπάτωρ fatherless
575 ἀπαύγασμα radiance
576 ἀπαφρίζω to cast off like foam
577 ἀπείθεια disobedience
578 ἀπειθέω to disobey
579 ἀπειθής disobedient
580 ἀπειλέω to threaten
581 ἀπειλή threat
582 ἄπειμι to be absent
583 ἄπειμι to go away
584 ἀπεῖπον to renounce
585 ἀπείραστος incapable of being tempted
586 ἄπειρος not acquainted with
587 ἀπεκδέχομαι wait eagerly for
588 ἀπεκδύομαι to take off
589 ἀπέκδυσις removal
590 ἀπελαύνω to eject from
591 ἀπελεγμός disrepute
592 ἀπελεύθερος freedman
593 Ἀπελλῆς Apelles
594 ἀπελπίζω to expect nothing in return
595 ἀπέναντι opposite
596 ἀπέραντος endless
597 ἀπερισπάστως undivided
598 ἀπερίτμητος uncircumcised
599 ἀπέρχομαι to go away
600 ἀπέχω to receive
601 ἀπιστέω to disbelieve
602 ἀπιστία unbelief
603 ἄπιστος unbelieving
604 ἀπλόος good
605 ἁπλότης simplicity
606 ἁπλοῦς good in the sense of healthy
607 ἁπλῶς generously
608 ἀπό from
609 ἀποβαίνω to leave
610 ἀποβάλλω to throw away
611 ἀποβλέπω to look ahead
612 ἀπόβλητος rejected
613 ἀποβολή rejection
614 ἀπογίνομαι to die
615 ἀπογραφή census
616 ἀπογράφω to take a census
617 ἀποδείκνυμι to display
618 ἀπόδειξις demonstration
619 ἀποδεκατεύω to tithe
620 ἀποδεκατόω to give a tenth
621 ἀπόδεκτος pleasing
622 ἀποδέχομαι to welcome
623 ἀποδημέω to go away on a journey
624 ἀπόδημος going away on a journey
625 ἀποδίδωμι give
626 ἀποδιορίζω to divide
627 ἀποδοκιμάζω to reject
628 ἀποδοχή acceptance
629 ἀπόθεσις removal
630 ἀποθήκη barn
631 ἀποθησαυρίζω to store up treasure
632 ἀποθλίβω to press against
633 ἀποθνῄσκω to die
634 ἀποκαθιστάνω to restore
635 ἀποκαθίστημι to restore
636 ἀποκαλύπτω to reveal
637 ἀποκάλυψις revelation
638 ἀποκαραδοκία eager expectation
639 ἀποκαταλλάσσω to reconcile
640 ἀποκατάστασις restoration
641 ἀπόκειμαι to be stored up
642 ἀποκεφαλίζω to behead
643 ἀποκλείω to close
644 ἀποκόπτω to cut off
645 ἀπόκριμα sentence
646 ἀποκρίνομαι to answer
647 ἀπόκρισις answer
648 ἀποκρύπτω to hide
649 ἀπόκρυφος concealed
650 ἀποκτείνω to kill
651 ἀποκτέννω to kill
652 ἀποκυέω to give birth to
653 ἀποκυλίω to roll away
655 ἀπολαμβάνω to receive
656 ἀπόλαυσις enjoyment
657 ἀπολείπω to leave behind
658 ἀπολείχω lick
659 ἀπολιμπάνω leave behind
660 ἀπόλλυμι to destroy
661 Ἀπολλύων Apollyon
662 Ἀπολλωνία Apollonia
663 Ἀπολλῶς Apollos
664 ἀπολογέομαι to defend oneself
665 ἀπολογία defense
666 ἀπολούω to wash away
667 ἀπολύτρωσις redemption
668 ἀπολύω to release
669 ἀπομάσσω to wipe off
671 ἀπονέμω to treat with
672 ἀπονίπτω to wash off
673 ἀποπέμπω to send out
674 ἀποπίπτω to fall away
675 ἀποπλανάω to deceive
676 ἀποπλέω to sail away from
677 ἀποπλύνω to wash off
678 ἀποπνίγω to choke
679 ἀπορέω to be puzzled
680 ἀπορία perplexity
681 ἀπορίπτω to jump into
682 ἀπορφανίζω to make an orphan of
683 ἀποσκευάζω to pack up
684 ἀποσκίασμα shadow
685 ἀποσπάω to draw out
686 ἀποστασία turning away
687 ἀποστάσιον divorce
688 ἀποστάτης deserter
689 ἀποστεγάζω to make an opening in a roof
690 ἀποστέλλω to send
691 ἀποστερέω to defraud
692 ἀποστολή apostleship
693 ἀπόστολος apostle
694 ἀποστοματίζω to besiege with questions
695 ἀποστρέφω to turn away from
696 ἀποστυγέω to hate
697 ἀποσυνάγωγος put out of the synagogue
698 ἀποτάσσω to say good-by
699 ἀποτελέω to bring to completion
700 ἀποτίθημι to put aside
701 ἀποτινάσσω to shake off
702 ἀποτίνω to pay back
703 ἀποτολμάω to bring forth boldly
704 ἀποτομία sternness
705 ἀποτόμως harshly
706 ἀποτρέπω to have nothing to do with
707 ἀπουσία absence
708 ἀποφέρω to carry away
709 ἀποφεύγω to escape
710 ἀποφθέγγομαι to say
711 ἀποφορτίζομαι to unload
712 ἀπόχρησις using up
713 ἀποχωρέω to go away from
714 ἀποχωρίζω to part company
715 ἀποψύχω to faint
716 Ἄππιος Appius
717 ἀπρόσιτος unapproachable
718 ἀπρόσκοπος blameless
719 ἀπροσωπολήμπτως impartially
720 ἄπταιστος without falling
721 ἅπτω to touch
722 Ἀπφία Apphia
723 ἀπωθέω to reject
724 ἀπώλεια destruction
725 ἀρά curse
726 ἄρα then
727 ἆρα [inferential particle]
728 Ἀραβία Arabia
729 Ἄραβοι Arabs
730 Ἀράμ Ram
731 ἄραφος seamless
732 Ἄραψ Arab
733 ἀργέω to be idle
734 ἀργός idle
735 ἀργύρεος silver
736 ἀργύριον silver
737 ἀργυροκόπος silversmith
738 ἄργυρος silver
739 ἀργυροῦς silver
740 ἄρειος meeting of the Areopagus
741 Ἀρεοπαγίτης member of the Areopagus
742 ἀρεσκεία pleasing
743 ἀρέσκω to please
744 ἀρεστός pleasing
745 Ἁρέτας Aretas
746 ἀρετή goodness
747 Ἀρηΐ Arni
748 ἀρήν lamb
749 ἀριθμέω to count
750 ἀριθμός number
751 Ἁριμαθαία Arimathea
752 Ἀρίσταρχος Aristarchus
753 ἀριστάω to eat
754 ἀριστερός left side
755 Ἀριστόβουλος Aristobulus
756 ἄριστον meal
757 ἀρκετός enough
758 ἀρκέω to be content
759 ἄρκος bear
760 ἄρκτος bear
761 ἅρμα chariot
762 Ἁρμαγεδών Armageddon
764 ἁρμόζω to promise for marriage
765 ἁρμός joint
766 ἀρνέομαι to deny
767 Ἀρνί Arni
768 ἀρνίον lamb
769 ἀροτριάω to plow
770 ἄροτρον plow
771 ἁρπαγή greediness
772 ἁρπαγμός something to hold onto
773 ἁρπάζω to catch
774 ἅρπαξ swindling
775 ἀρραβών deposit which guarantees
776 ἄρρην male
777 ἄρρητος inexpressible
779 ἄρρωστος sick
780 ἀρσενοκοίτης one engaging in homosexual acts
781 ἄρσην male
782 Ἀρτεμᾶς Artemas
783 Ἄρτεμις Artemis
784 ἀρτέμων foresail
785 ἄρτι now
786 ἀρτιγέννητος newborn
787 ἄρτιος thorough
788 ἄρτος bread
789 ἀρτύω to make salty
790 Ἀρφαξάδ Arphaxad
791 ἀρχάγγελος archangel
792 ἀρχαῖος ancient
793 Ἀρχέλαος Archelaus
794 ἀρχή beginning
795 ἀρχηγός author
796 ἀρχιερατικός of the high priest
797 ἀρχιερεύς chief priest
798 ἀρχιλῃστής head of a rebellion
799 ἀρχιποίμην chief shepherd
800 Ἄρχιππος Archippus
801 ἀρχισυνάγωγος leader of the synagogue
802 ἀρχιτέκτων expert builder
803 ἀρχιτελώνης chief tax collector
804 ἀρχιτρίκλινος master of the banquet
806 ἄρχω to rule
807 ἄρχων ruler
808 ἄρωμα spices
809 Ἀσά Asa
810 ἀσάλευτος unshakable
811 Ἀσάφ Asaph
812 ἄσβεστος unquenchable
813 ἀσέβεια ungodliness
814 ἀσεβέω to do ungodly acts
815 ἀσεβής ungodly
816 ἀσέλγεια debauchery
817 ἄσημος ordinary
818 Ἀσήρ Asher
819 ἀσθένεια weakness
820 ἀσθενέω to be weak
821 ἀσθένημα failing
822 ἀσθενής weak
823 Ἀσία Asia
824 Ἀσιανός one from the Roman province of Asia
825 Ἀσιάρχης official of the province of Asia
826 ἀσιτία going without food
827 ἄσιτος going without food
828 ἀσκέω to strive
829 ἀσκός wineskin
830 ἀσμένως warmly
831 ἄσοφος unwise
832 ἀσπάζομαι to give greetings
833 ἀσπασμός greeting
834 ἄσπιλος without spot
835 ἀσπίς viper
836 ἄσπονδος unforgiving
837 ἀσσάριον assarion
838 Ἀσσάρων Assaron
839 ἆσσον nearer
840 Ἀσσος Assos
841 ἀστατέω to be homeless
842 ἀστεῖος not ordinary
843 ἀστήρ star
844 ἀστήρικτος unstable
845 ἄστοργος without love
846 ἀστοχέω to wander away
847 ἀστραπή lightning
848 ἀστράπτω to flash
849 ἄστρον star
850 Ἀσύγκριτος Asyncritus
851 ἀσύμφωνος disagreeable
852 ἀσύνετος senseless
853 ἀσύνθετος faithless
854 ἀσφάλεια security
855 ἀσφαλής safe
856 ἀσφαλίζω to make secure
857 ἀσφαλῶς carefully
858 ἀσχημονέω to act improperly
859 ἀσχημοσύνη indecent act
860 ἀσχήμων unpresentable
861 ἀσωτία debauchery
862 ἀσώτως wildly
863 ἀτακτέω to be idle
864 ἄτακτος idle
865 ἀτάκτως disorderly
866 ἄτεκνος childless
867 ἀτενίζω to look intently
868 ἄτερ without
869 ἀτιμάζω to dishonor
870 ἀτιμάω to treat shamefully
871 ἀτιμία dishonor
872 ἄτιμος without honor
873 ἀτιμόω to disgrace
874 ἀτμίς mist
875 ἄτομος in a flash
876 ἄτοπος wrong
877 Ἀττάλεια Attalia
878 αὐγάζω to see
879 αὐγή daylight
880 Αὐγοῦστος Augustus
881 αὐθάδης overbearing
882 αὐθαίρετος on one's own initiative
883 αὐθεντέω to have authority over
884 αὐλέω to play the flute
885 αὐλή palace
886 αὐλητής flute player
887 αὐλίζομαι to spend the night
888 αὐλός flute
889 αὐξάνω to cause to grow
890 αὔξησις growth
891 αὔξω to cause to grow
892 αὔριον tomorrow
893 αὐστηρός hard
894 αὐτάρκεια contentment
895 αὐτάρκης content
896 αὐτοκατάκριτος self-condemned
897 αὐτόματος by itself
898 αὐτόπτης eyewitness
899 αὐτός he
900 αὐτόφωρος in the act
901 αὐτόχειρ with one's own hand
902 αὐχέω to boast
903 αὐχμηρός dark
904 ἀφαιρέω to take away from
905 ἀφανής hidden
906 ἀφανίζω to destroy
907 ἀφανισμός disappearance
908 ἄφαντος disappearing
909 ἀφεδρών latrine
910 ἀφειδία harsh treatment
911 ἀφελότης sincerity
912 ἄφεσις forgiveness
913 ἁφή ligament
914 ἀφθαρσία imperishableness
915 ἄφθαρτος imperishable
916 ἀφθονία willingness
917 ἀφθορία integrity
918 ἀφίημι to forgive
919 ἀφικνέομαι to reach
920 ἀφιλάγαθος not loving good
921 ἀφιλάργυρος not loving money
922 ἄφιξις leaving
923 ἀφίστημι to leave
924 ἄφνω suddenly
925 ἀφόβως fearlessly
926 ἀφομοιόω to be like
927 ἀφοράω to fix one's eyes
928 ἀφορίζω to separate
929 ἀφορμή opportunity
930 ἀφρίζω to foam at the mouth
931 ἀφρός foam
932 ἀφροσύνη foolishness
933 ἄφρων foolish
934 ἀφυπνόω to fall asleep
935 ἀφυστερέω withhold
936 ἄφωνος silent
937 Ἀχάζ Ahaz
938 Ἀχαία Achaia
939 Ἀχαϊκός Achaicus
940 ἀχάριστος ungrateful
941 Ἀχάς Ahaz
942 ἀχειροποίητος not made by human hands
943 Ἀχίμ Akim
944 ἀχλύς mistiness
945 ἀχρεῖος worthless
946 ἀχρειόω to become worthless
947 ἄχρηστος useless
948 ἄχρι until
949 ἄχυρον chaff
950 ἀψευδής not a liar
951 ἀψίνθιον wormwood
952 ἄψινθος Wormwood
953 ἄψυχος lifeless
954 β letter of the Greek alphabet
955 Βάαλ Baal
956 Βαβυλών Babylon
957 βαθμός standing
958 βάθος depth
959 βαθύνω to go down deep
960 βαθύς deep
961 βάϊον branch
962 Βαλαάμ Balaam
963 Βαλάκ Balak
964 βαλλάντιον purse
965 βάλλω to throw
966 βαπτίζω to baptize
967 βάπτισμα baptism
968 βαπτισμός baptism
969 βαπτιστής Baptist
970 βάπτω to dip
971 βάρ son
972 Βαραββᾶς Barabbas
973 Βαράκ Barak
974 Βαραχίας Berekiah
975 βάρβαρος non-Greek
976 βαρέω to be burdened
977 βαρέως with difficulty
978 Βαρθολομαῖος Bartholomew
979 Βαριησοῦς Bar-Jesus
980 Βαριωνᾶ son of Jonah
981 Βαριωνᾶς son of Jonah
982 Βαρναβᾶς Barnabas
983 βάρος burden
984 Βαρσαββᾶς Barsabbas
985 Βαρτιμαῖος Bartimaeus
987 βαρύς burdensome
988 βαρύτιμος very expensive
989 βασανίζω to torture
990 βασανισμός torment
991 βασανιστής torturer
992 βάσανος torment
993 βασιλεία kingdom
994 βασίλειος royal
995 βασιλεύς king
996 βασιλεύω to reign as a king
997 βασιλικός royal
998 βασιλισ‚àöκος petty king
999 βασίλισσα queen
1000 βάσις foot
1001 βασκαίνω to bewitch
1002 βαστάζω to carry
1003 βάτος bush
1004 βάτος bath
1005 βάτραχος frog
1006 βατταλογέω to babble
1007 βδέλυγμα abomination
1008 βδελυκτός detestable
1009 βδελύσσομαι to abhor
1010 βέβαιος firm
1011 βεβαιόω to confirm
1012 βεβαίωσις confirmation
1013 βέβηλος godless
1014 βεβηλόω to desecrate
1015 Βεελζεβούλ Beelzebub
1016 Βελιάρ Belial
1017 βελόνη needle
1018 βέλος arrow
1019 βελτίων having a detailed knowledge
1021 Βενιαμίν Benjamin
1022 Βερνίκη Bernice
1023 Βέροια Berea
1024 Βεροιαῖος Berean
1027 Βεώρ Beor
1028 Βηθαβαρά Bethabara
1029 Βηθανία Bethany
1031 Βηθεσδά Bethesda
1032 Βηθζαθά Bethzatha
1033 Βηθλέεμ Bethlehem
1034 Βηθσαϊδά Bethsaida
1036 Βηθφαγή Bethphage
1037 βῆμα judicial court
1038 βηρεύς Bereus
1039 βήρυλλος beryl
1040 βία force
1041 βιάζω to force one's way
1042 βίαιος violent
1043 βιαστής forceful one
1044 βιβλαρίδιον little scroll
1046 βιβλίον scroll
1047 βίβλος book
1048 βιβρώσκω to eat
1049 Βιθυνία Bithynia
1050 βίος life
1051 βιόω to live
1052 βίωσις the way one lives
1053 βιωτικός of this life
1054 βλαβερός harmful
1055 βλάπτω to hurt
1056 βλαστάνω to sprout
1058 Βλάστος Blastus
1059 βλασφημέω to blaspheme
1060 βλασφημία blasphemy
1061 βλάσφημος blasphemous
1062 βλέμμα act of seeing
1063 βλέπω to see
1064 βλητέος must be put
1065 Βοανηργές Boanerges
1066 βοάω to call
1067 Βόες Boaz
1068 βοή cry
1069 βοήθεια help
1070 βοηθέω to help
1071 βοηθός helpful
1072 βόθρος pit
1073 βόθυνος pit
1074 βολή throwing
1075 βολίζω to take a sounding
1076 βολίς missile
1077 Βόοζ Boaz
1078 Βόος Boaz
1079 βόρβορος mud
1080 βορρᾶς the north
1081 βόσκω to feed
1082 Βοσόρ Bosor
1083 βοτάνη crop
1084 βότρυς grape cluster
1085 βουλευτής member of a council
1086 βουλεύω to make plans
1087 βουλή plan
1088 βούλημα plan
1089 βούλομαι to wish
1090 βουνός hill
1091 βοῦς ox
1092 βραβεῖον prize
1093 βραβεύω to rule
1094 βραδύνω to delay
1095 βραδυπλοέω to sail slowly
1096 βραδύς slow
1097 βραδύτης slowness
1098 βραχίων arm
1099 βραχύς little
1100 βρέφος baby
1101 βρέχω to rain down
1103 βροντή thunder
1104 βροχή rain
1105 βρόχος restriction
1106 βρυγμός gnashing
1107 βρύχω to gnash
1108 βρύω to flow
1109 βρῶμα food
1110 βρώσιμος eatable
1111 βρῶσις consumable
1112 βυθίζω to plunge
1113 βυθός open sea
1114 βυρσεύς tanner
1115 βύσσινος made of fine linen
1116 βύσσος fine linen
1117 βωμός altar
1118 γ letter of the Greek alphabet
1119 Γαββαθᾶ Gabbatha
1120 Γαβριήλ Gabriel
1121 γάγγραινα gangrene
1122 Γάδ Gad
1123 Γαδαρηνός Gadarene
1124 Γάζα Gaza
1125 γάζα treasury
1126 γαζοφυλάκιον treasury
1127 Γάϊος Gaius
1128 γάλα milk
1129 Γαλάτης Galatian
1130 Γαλατία Galatia
1131 Γαλατικός Galatian
1132 γαλήνη calm
1133 Γαλιλαία Galilee
1134 Γαλιλαῖος Galilean
1135 Γαλλία Gaul
1136 Γαλλίων Gallio
1137 Γαμαλιήλ Gamaliel
1138 γαμέω to marry
1139 γαμίζω to give in marriage
1140 γαμίσκω to be given in marriage
1141 γάμος wedding banquet
1142 γάρ for
1143 γαστήρ belly
1145 γε indeed
1146 Γεδεών Gideon
1147 γέεννα Gehenna
1149 Γεθσημανί Gethsemane
1150 γείτων neighbor
1151 γελάω to laugh
1152 γέλως laughter
1153 γεμίζω to fill
1154 γέμω to be full
1155 γενεά generation
1156 γενεαλογέω to trace genealogical descent
1157 γενεαλογία genealogy
1159 γενέθλιος birthday
1160 γενέσια birthday
1161 γένεσις birth
1162 γενετή birth
1163 γένημα fruit
1164 γεννάω to become the father of
1165 γέννημα offspring
1166 Γεννησαρέτ Gennesaret
1167 γέννησις birth
1168 γεννητός those being born
1169 γένος family
1170 Γερασηνός Gerasene
1171 Γεργεσηνός Gergesene
1172 γερουσία assembly of the elders
1173 γέρων old person
1174 γεύομαι to taste
1175 γεωργέω to farm
1176 γεώργιον field
1177 γεωργός farmer
1178 γῆ earth
1179 γῆρας old age
1180 γηράσκω to grow old
1181 γίνομαι to be
1182 γινώσκω to know
1183 γλεῦκος wine
1184 γλυκύς sweet
1185 γλῶσσα tongue
1186 γλωσσόκομον container for money
1187 γναφεύς bleacher
1188 γνήσιος true
1189 γνησίως genuinely
1190 γνόφος darkness
1191 γνώμη purpose
1192 γνωρίζω to make known
1193 γνώριμος acquainted with
1194 γνῶσις knowledge
1195 γνώστης one well acquainted with
1196 γνωστός known
1197 γογγύζω to grumble
1198 γογγυσμός complaint
1199 γογγυστής grumbler
1200 γόης imposter
1201 Γολγοθᾶ Golgotha
1202 Γόμορρα Gomorrah
1203 γόμος cargo
1204 γονεύς parents
1205 γόνυ knee
1206 γονυπετέω to kneel
1207 γράμμα letter
1208 γραμματεύς expert in the law
1209 γραπτός written
1210 γραφή a passage of Scripture
1211 γράφω to write
1212 γραώδης old wives' tale
1213 γρηγορέω to keep watch
1214 γυμνάζω to train
1215 γυμνασία training
1216 γυμνητεύω to be poorly dressed
1217 γυμνιτεύω to be in ragged clothing
1218 γυμνός naked
1219 γυμνότης nakedness
1220 γυναικάριον weak-willed woman
1221 γυναικεῖος feminine
1222 γυνή woman
1223 Γώγ Gog
1224 γωνία corner
1226 Δαβίδ David
1227 δαιμονίζομαι to be demon-possessed
1228 δαιμόνιον demon
1229 δαιμονιώδης of the devil
1230 δαίμων demon
1231 δάκνω to bite
1232 δάκρυον teardrop
1233 δακρύω to weep
1234 δακτύλιος ring
1235 δάκτυλος finger
1236 Δαλμανουθά Dalmanutha
1237 Δαλματία Dalmatia
1238 δαμάζω to tame
1239 δάμαλις heifer
1240 Δάμαρις Damaris
1241 Δαμασκηνός Damascene
1242 Δαμασκός Damascus
1243 Δάν Dan
1244 δανείζω to lend
1245 δάνειον debt
1246 δανειστής moneylender
1247 δανίζω to lend
1248 Δανιήλ Daniel
1250 δανιστής moneylender
1251 δαπανάω to spend
1252 δαπάνη cost
1253 Δαυίδ David
1254 δέ but
1255 δέησις prayer
1256 δεῖ it is a must
1257 δεῖγμα example
1258 δειγματίζω to expose to public disgrace
1259 δείκνυμι to show
1260 δεικνύω to show
1261 δειλία timidity
1262 δειλιάω to be afraid
1264 δειλός afraid
1265 δεῖνα a certain one
1267 δεινῶς terribly
1268 δειπνέω to eat supper
1270 δεῖπνον banquet
1272 δεισιδαιμονία religion
1273 δεισιδαίμων religious
1274 δέκα ten
1275 δεκαδύο twelve
1277 δεκαοκτώ eighteen
1278 δεκαπέντε fifteen
1279 Δεκάπολις Decapolis
1280 δεκατέσσαρες fourteen
1281 δέκατος tenth in a series of things
1282 δεκατόω to collect a tenth
1283 δεκτός acceptable
1284 δελεάζω to entice
1285 δένδρον tree
1287 δεξιολάβος spearman
1288 δεξιός the right side
1289 δέομαι to pray
1290 δέος awe
1291 Δερβαῖος from Derbe
1292 Δέρβη Derbe
1293 δέρμα skin
1294 δερμάτινος made of leather
1295 δέρρις skin
1296 δέρω to beat up
1297 δεσμεύω to tie up
1298 δεσμέω to tie
1299 δέσμη bundle
1300 δέσμιος prisoner
1301 δεσμός chain
1302 δεσμοφύλαξ jailer
1303 δεσμωτήριον prison
1304 δεσμώτης prisoner
1305 δεσπότης master
1306 δεῦρο come
1307 δεῦτε come
1308 δευτεραῖος on the following day
1309 δεύτερον for the second time
1310 δευτερόπρωτος second-first
1311 δεύτερος second
1312 δέχομαι to welcome
1313 δέω to tie
1314 δή indeed
1315 δηλαυγῶς very clearly
1316 δῆλος clear
1317 δηλόω to make clear
1318 Δημᾶς Demas
1319 δημηγορέω to deliver a public address
1320 Δημήτριος Demetrius
1321 δημιουργός builder
1322 δῆμος people
1323 δημόσιος public
1324 δηνάριον denarius
1325 δήποτε whatever
1327 δήπου surely
1328 διά through
1329 διαβαίνω to pass through
1330 διαβάλλω to have accusations brought upon someone
1331 διαβεβαιόομαι to confidently affirm
1332 διαβλέπω to see clearly
1333 διάβολος devilish
1334 διαγγέλλω to proclaim
1335 διαγίνομαι to pass
1336 διαγινώσκω to determine
1337 διαγνωρίζω to give an exact report
1338 διάγνωσις decision
1339 διαγογγύζω to mutter
1340 διαγρηγορέω to become fully awake
1341 διάγω to live
1342 διαδέχομαι to receive
1343 διάδημα crown
1344 διαδίδωμι to distribute
1345 διάδοχος successor
1346 διαζώννυμι to wrap around
1347 διαθήκη covenant
1348 διαίρεσις difference
1349 διαιρέω to divide
1350 διακαθαίρω to clear out
1351 διακαθαρίζω to clear out
1352 διακατελέγχομαι to refute
1353 διακελεύω to order
1354 διακονέω to serve
1355 διακονία ministry
1356 διάκονος servant
1357 διακόσιοι two hundred
1358 διακούω to give a hearing
1359 διακρίνω to make a distinction
1360 διάκρισις distinguishing
1361 διακωλύω to deter
1362 διαλαλέω to talk about
1363 διαλέγομαι to reason
1364 διαλείπω to stop
1365 διάλεκτος language
1366 διαλιμπάνω to stop
1367 διαλλάσσομαι to become reconciled
1368 διαλογίζομαι to think
1369 διαλογισμός thought
1370 διαλύω to disperse
1371 διαμαρτύρομαι to charge
1372 διαμάχομαι to argue vigorously
1373 διαμένω to remain
1374 διαμερίζω to divide
1375 διαμερισμός division
1376 διανέμω to be spread
1377 διανεύω to make signs
1378 διανόημα thought
1379 διάνοια mind
1380 διανοίγω to open
1381 διανυκτερεύω to spend the night
1382 διανύω to continue
1383 διαπαντός always
1384 διαπαρατριβή constant friction
1385 διαπεράω to cross over
1386 διαπλέω to sail across
1387 διαπονέομαι to be greatly disturbed
1388 διαπορεύομαι to go through
1389 διαπορέω to be perplexed
1390 διαπραγματεύομαι to gain
1391 διαπρίω to be furious
1392 διαρθρόω to tear
1393 διαρήσσω to tear
1395 διαρπάζω to rob
1396 διαρρήγνυμι to tear
1397 διασαφέω to tell
1398 διασείω to extort money
1399 διασκορπίζω to scatter
1400 διασπάω to be torn to pieces
1401 διασπείρω to be scattered
1402 διασπορά scattering
1403 διαστέλλω to give orders
1404 διάστημα later time
1405 διαστολή difference
1406 διαστρέφω to subvert
1407 διασῴζω save
1408 διαταγή putting into effect
1409 διάταγμα edict
1410 διαταράσσω to be greatly troubled
1411 διατάσσω to command
1412 διατελέω to continue
1413 διατηρέω to keep
1414 διατί why?
1416 διατίθημι to make a covenant
1417 διατρίβω to stay
1418 διατροφή food
1419 διαυγάζω to dawn
1420 διαυγής transparent
1421 διαφανής transparent
1422 διαφέρω to carry
1423 διαφεύγω to escape
1424 διαφημίζω to spread news about
1425 διαφθείρω to destroy
1426 διαφθορά decay
1427 διάφορος different
1428 διαφυλάσσω to guard carefully
1429 διαχειρίζω to kill
1430 διαχλευάζω to make fun of
1431 διαχωρίζω to be separated
1432 διγαμιά second marriage
1433 δίγαμος a second marriage
1434 διδακτικός able to teach
1435 διδακτός taught
1436 διδασκαλία teaching
1437 διδάσκαλος teacher
1438 διδάσκω to teach
1439 διδαχή teaching
1440 δίδραχμον two-drachma
1441 Δίδυμος Didymus
1442 διδῶ I give
1443 δίδωμι to give
1444 διεγείρω to get up
1445 διενθυμέομαι to think
1446 διεξέρχομαι to come out
1447 διέξοδος corner
1448 διερμηνεία explanation
1449 διερμηνευτής interpreter
1450 διερμηνεύω to interpret
1451 διέρχομαι to go through
1452 διερωτάω to find out
1453 διετής two years old
1454 διετία two years
1455 διηγέομαι to tell
1456 διήγησις account
1457 διηνεκής forever
1458 διθάλασσος sandbar
1459 διϊκνέομαι to penetrate
1460 διίστημι to leave
1462 διϊσχυρίζομαι to assert
1464 δικαιοκρισία righteous judgment
1465 δίκαιος right
1466 δικαιοσύνη righteousness
1467 δικαιόω to justify
1468 δικαίωμα regulation
1469 δικαίως justly
1470 δικαίωσις justification
1471 δικαστής judge
1472 δίκη punishment
1473 δίκτυον net
1474 δίλογος insincere
1475 διό therefore
1476 διοδεύω to go through
1477 Διονύσιος Dionysius
1478 διόπερ therefore
1479 διοπετής fallen from heaven
1480 διόρθωμα reform
1481 διόρθωσις a new order
1482 διορύσσω to break in
1483 Διόσκουροι the twin gods Castor and Pollux
1484 διότι therefore
1485 Διοτρέφης Diotrephes
1486 διπλόος double
1487 διπλοῦς double
1488 διπλόω to double
1489 δίς twice
1490 δισμυριάς twenty thousand
1491 διστάζω to doubt
1492 δίστομος double-edged
1493 δισχίλιοι two thousand
1494 διϋλίζω to strain out
1495 διχάζω to turn
1496 διχοστασία division
1497 διχοτομέω to cut to pieces
1498 διψάω to be thirsty
1499 δίψος thirst
1500 δίψυχος double-minded
1501 διωγμός persecution
1502 διώκτης persecutor
1503 διώκω to pursue
1504 δόγμα decree
1505 δογματίζω to submit to a rule
1506 δοκέω to think
1507 δοκιμάζω to test
1508 δοκιμασία testing
1509 δοκιμή character
1510 δοκίμιον testing
1511 δόκιμος approved by testing
1512 δοκός plank
1513 δόλιος deceitful
1514 δολιόω to practice deceit
1515 δόλος deceit
1516 δολόω to distort
1517 δόμα gift
1518 δόξα glory
1519 δοξάζω to glorify
1520 Δορκάς Dorcas
1521 δόσις gift
1522 δότης giver
1524 δουλαγωγέω to enslave
1525 δουλεία slavery
1526 δουλεύω to serve
1527 δούλη female servant
1528 δοῦλος servant
1529 δοῦλος to enslave
1530 δουλόω to enslave
1531 δοχή banquet
1532 δράκων dragon
1533 δράσσομαι to catch
1534 δραχμή silver coin
1535 δρέπανον sickle
1536 δρόμος race
1537 Δρούσιλλα Drusilla
1538 δύναμαι to be able
1539 δύναμις power
1540 δυναμόω to be strengthened
1541 δυνάστης ruler
1542 δυνατέω to be able
1543 δυνατός possible
1544 δύνω to set
1545 δύο two
1546 δυσβάστακτος hard to carry
1548 δυσεντέριον dysentery
1549 δυσερμήνευτος hard to explain
1550 δύσις west
1551 δύσκολος hard
1552 δυσκόλως hardly
1553 δυσμή west
1554 δυσνόητος hard to understand
1555 δυσφημέω to be slandered
1556 δυσφημία bad report
1557 δώδεκα twelve
1558 δωδέκατος twelfth
1559 δωδεκάφυλον twelve tribes
1560 δῶμα roof
1561 δωρεά gift
1562 δωρεάν freely
1563 δωρέομαι to give
1564 δώρημα gift
1565 δῶρον gift
1566 δωροφορία the bringing of a gift
1567 ε letter of the Greek alphabet
1568 ἔα ha!
1569 ἐάν if
1570 ἐάνπερ if
1571 ἑαυτοῦ himself
1572 ἐάω to let
1573 ἑβδομήκοντα seventy
1574 ἑβδομηκοντάκις seventy times
1575 ἕβδομος seventh
1576 Ἕβερ Eber
1577 Ἑβραϊκός Hebrew
1578 Ἑβραῖος a Hebrew
1579 Ἑβραίς Aramaic
1580 Ἑβραϊστί in Aramaic
1581 ἐγγίζω come near
1582 ἐγγράφω to write in
1583 ἔγγυος guarantee
1584 ἐγγύς near
1585 ἐγγύτερον nearer
1586 ἐγείρω to arise
1587 ἔγερσις resurrection
1588 ἐφκάθετος spy
1589 ἐγκαίνια Feast of Dedication
1590 ἐγκαινίζω to be put into effect
1591 ἐφκακέω to give up
1592 ἐγκαλέω to bring charges
1593 ἐγκαταλείπω to forsake
1594 ἐγκατοικέω to live among
1595 ἐγκαυχάομαι to boast
1596 ἐγκεντρίζω to graft into
1597 ἐγκλείω to lock up
1598 ἔγκλημα charge
1599 ἐγκομβόομαι to clothe with
1600 ἐγκοπή hinderance
1601 ἐγκόπτω to hinder
1602 ἐγκράτεια self-control
1603 ἐγκρατεύομαι to have control
1604 ἐγκρατής disciplined
1605 ἐγκρίνω to classify
1606 ἐγκρύπτω to mix
1607 ἔγυος pregnant
1608 ἐγχρίω to put on
1609 ἐγώ I
1610 ἐδαφίζω to dash to the ground
1611 ἔδαφος ground
1612 ἑδραῖος firm
1613 ἑδραίωμα foundation
1614 Ἑζεκίας Hezekiah
1615 ἐθελοθρησκία self-imposed religion
1616 ἐθίζω to be accustomed
1617 ἐθνάρχης governor
1618 ἐθνικός pagan
1619 ἐθνικῶς like a Gentile
1620 ἔθνος Gentile
1621 ἔθος custom
1623 εἰ if
1624 εἰδέα appearance
1625 εἶδον to see
1626 εἶδος form
1627 εἰδωλεῖον temple of an idol
1628 εἰδωλόθυτος sacrificed to idols
1629 εἰδωλολάτρης idolater
1630 εἰδωλολατρία idolatry
1631 εἴδωλον idol
1632 εἰκῇ in vain
1633 εἴκοσι twenty
1634 εἴκω to give in
1635 εἰκών image
1636 εἰλικρίνεια sincerity
1637 εἰλικρινής pure
1638 εἰ μή surely
1639 εἰμί to be
1640 εἶμι to go
1641 εἵνεκεν because of
1642 εἴπερ if indeed
1643 εἴπως if perhaps
1644 εἰρηνεύω to live in peace
1645 εἰρήνη peace
1646 εἰρηνικός peace-loving
1647 εἰρηνοποιέω to make peace
1648 εἰρηνοποιός peacemaker
1650 εἰς to
1651 εἱς one
1652 εἰσάγω to bring in
1653 εἰσακούω to be heard
1654 εἰσδέχομαι to receive
1655 εἴσειμι to go in
1656 εἰσέρχομαι to go in
1657 εἰσκαλέομαι to invite into
1658 εἴσοδος entering
1659 εἰσπηδάω to rush in
1660 εἰσπορεύομαι to go in
1661 εἰστρέχω to run in
1662 εἰσφέρω to bring in
1663 εἶτα then
1664 εἴτε if
1665 εἴωθα to have a custom
1666 ἐκ of
1667 ἕκαστος each
1668 ἑκάστοτε always
1669 ἑκατόν hundred
1670 ἑκατονταετής a hundred years old
1671 ἑκατονταπλασίων a hundred times
1672 ἑκατοντάρχης centurion
1673 ἑκατόνταρχος centurion
1674 ἐκβαίνω to leave
1675 ἐκβάλλω to take out
1676 ἔκβασις way out
1677 ἐκβλαστάνω to sprout up
1678 ἐκβολή throwing out
1679 ἐκγαμίζω to marry
1681 ἔκγονος grandchild
1682 ἐκδαπανάω to be completely expended
1683 ἐκδέχομαι to wait for
1684 ἔκδηλος clear
1685 ἐκδημέω to be away
1686 ἐκδίδωμι to rent
1687 ἐκδιηγέομαι to tell
1688 ἐκδικέω to avenge
1689 ἐκδίκησις justice
1690 ἔκδικος punishing
1691 ἐκδιώκω to drive out
1692 ἔκδοτος handed over
1693 ἐκδοχή expectation
1694 ἐκδύω to strip off clothing
1695 ἐκεῖ there
1696 ἐκεῖθεν from there
1697 ἐκεῖνος that
1698 ἐκεῖσε there
1699 ἐκζητέω to seek out
1700 ἐκζήτησις controversy
1701 ἐκθαμβέω to be overwhelmed with wonder
1702 ἔκθαμβος astonished
1703 ἐκθαυμάζω to wonder
1704 ἔκθετος thrown out
1705 ἐκκαθαίρω to cleanse
1706 ἐκκαίω to be inflamed
1707 ἐκκακέω to lose heart
1708 ἐκκεντέω to pierce
1709 ἐκκλάω to be broken off
1710 ἐκκλείω to alienate
1711 ἐκκλησία church
1712 ἐκκλίνω to turn away
1713 ἐκκολυμβάω to swim away
1714 ἐκκομίζω to carry out
1715 ἐκκοπή hindrance
1716 ἐκκόπτω to cut off
1717 ἐκκρεμάννυμι to hang upon
1718 ἐκλαλέω to tell
1719 ἐκλάμπω to shine
1720 ἐκλανθάνομαι to forget
1721 ἐκλέγομαι to chose
1722 ἐκλείπω to fail
1723 ἐκλεκτός elect
1724 ἐκλογή election
1725 ἐκλύω to lose heart
1726 ἐκμάσσω to wipe off
1727 ἐκμυκτηρίζω to sneer at
1728 ἐκνεύω to slip away
1729 ἐκνήφω to come to one's sense
1730 ἑκούσιος spontaneous
1731 ἑκουσίως voluntarily
1732 ἔκπαλαι for a long time
1733 ἐκπειράζω to test
1734 ἐκπέμπω to send away
1735 ἐκπερισσῶς emphatically
1736 ἐκπετάννυμι to hold out
1737 ἐκπηδάω to rush out
1738 ἐκπίπτω to fall off
1739 ἐκπλέω to sail
1740 ἐκπληρόω to fulfill
1741 ἐκπλήρωσις end
1742 ἐκπλήσσω to be amazed
1743 ἐκπνέω to breathe one's last breath
1744 ἐκπορεύομαι to go out
1745 ἐκπορνεύω to engage in sexual immorality
1746 ἐκπτύω to scorn
1747 ἐκπυρόω to set on fire
1748 ἐκριζόω to uproot
1749 ἔκστασις amazement
1750 ἐκστρέφω to be warped
1751 ἐκσῴζω to bring safely
1752 ἐκταράσσω to throw into an uproar
1753 ἐκτείνω to stretch out
1754 ἐκτελέω to finish
1755 ἐκτένεια earnestness
1756 ἐκτενής deep
1757 ἐκτενῶς deeply
1758 ἐκτίθημι to explain
1759 ἐκτινάσσω to shake off
1760 ἐκτός outside
1761 ἕκτος sixth
1762 ἐκτρέπω to turn away
1763 ἐκτρέφω to feed
1764 ἔκτρομος trembling
1765 ἔκτρωμα abnormal birth
1766 ἐκφέρω to bring out
1767 ἐκφεύγω to escape
1768 ἐκφοβέω to frighten
1769 ἔκφοβος frightened
1770 ἐκφύω to come out
1771 ἐκφωνέω cry out
1772 ἐκχέω to pour out
1773 ἐκχύννομαι to be poured out
1774 ἐκχωρέω to go out
1775 ἐκψύχω to die
1776 ἑκών voluntarily
1777 ἐλαία olive
1778 ἔλαιον olive oil
1779 ἐλαιών an olive garden
1780 Ἐλαμίτης Elamite
1781 ἐλάσσων lesser
1782 ἐλαττονέω to have too little
1783 ἐλαττόω to make lower than
1784 ἐλάττων lesser
1785 ἐλαύνω to row
1786 ἐλαφρία lightness
1787 ἐλαφρός light
1788 ἐλάχιστος least
1789 Ἐλεάζαρ Eleazar
1790 ἐλεάω to show mercy
1791 ἐλεγμός rebuke
1792 ἔλεγξις rebuke
1793 ἔλεγχος certainty
1794 ἐλέγχω to expose
1795 ἐλεεινός pitiful
1796 ἐλεέω to have mercy on
1797 ἐλεημοσύνη gift to the poor
1798 ἐλεήμων merciful
1799 ἔλεος mercy
1800 ἐλευθερία freedom
1801 ἐλεύθερος free
1802 ἐλευθερόω to set free
1803 ἔλευσις coming
1804 ἐλεφάντινος made of ivory
1806 Ἐλιακίμ Eliakim
1808 Ἐλιέζερ Eliezer
1809 Ἐλιούδ Eliud
1810 Ἐλισάβετ Elizabeth
1811 Ἐλισαῖος Elisha
1813 ἑλίσσω to roll up
1814 ἕλκος sore
1815 ἑλκόω to be covered with sores
1816 ἑλκύω to drag
1817 Ἑλλάς Greece
1818 Ἕλλην Greek
1819 Ἑλληνικός Greek
1820 Ἑλληνίς Greek
1821 Ἑλληνιστής Grecian Jew
1822 Ἑλληνιστί in Greek
1823 ἐλλογάω to charge
1824 ἐλλογέω to be charged to one's account
1825 Ἐλμαδάμ Elmadam
1827 ἐλπίζω to hope
1828 ἐλπίς hope
1829 Ἐλύμας Elymas
1830 ἐλωί my God
1831 ἐμαυτοῦ myself
1832 ἐμβαίνω to get into
1833 ἐμβάλλω to throw into
1834 ἐμβαπτίζω to dip into
1835 ἐμβάπτω to dip into
1836 ἐμβατεύω to go into great detail about
1837 ἐμβιβάζω to put on board
1838 ἐμβλέπω to look
1839 ἐμβριμάομαι to warn sternly
1840 ἐμέω to spit out
1841 ἐμμαίνομαι to be enraged
1842 Ἐμμανουήλ Immanuel
1843 Ἐμμαοῦς Emmaus
1844 ἐμμένω to remain in
1846 Ἑμμώρ Hamor
1847 ἐμός my
1848 ἐμπαιγμονή scoffing
1849 ἐμπαιγμός jeering
1850 ἐμπαίζω to mock
1851 ἐμπαίκτης scoffer
1852 ἐμπέμπω to send in
1853 ἐμπεριπατέω to walk among
1856 ἐμπίμπρημι to fill
1857 ἐμπιμπλάω to provide
1858 ἐμπίπλημι to provide
1859 ἐμπίμπρημι to burn
1860 ἐμπίπτω to fall into
1861 ἐμπλέκω to be involved in
1862 ἐμπλοκή braiding
1863 ἐμπνέω to breath
1864 ἐμπορεύομαι to carry on business
1865 ἐμπορία business
1866 ἐμπόριον market
1867 ἔμπορος merchant
1868 ἐμπρήθω to burn
1869 ἔμπροσθεν before
1870 ἐμπτύω to spit on
1871 ἐμφανής seen
1872 ἐμφανίζω to show
1873 ἔμφοβος afraid
1874 ἐμφυσάω to breathe on
1875 ἔμφυτος implanted
1877 ἐν in
1878 ἐναγκαλίζομαι to take in one's arms
1879 ἐνάλιος sea creature
1880 ἐνάλλομαι leap upon
1881 ἐνανθρωπέω to take on human form
1882 ἔναντι before
1883 ἐναντίον before
1884 ἐναντιόομαι to oppose
1885 ἐναντίος against
1886 ἐναργής clear
1887 ἐνάρχομαι to begin
1888 ἔνατος ninth
1889 ἐναφίημι to let
1890 ἐνδεής needy
1891 ἔνδειγμα evidence
1892 ἐνδείκνυμι to show
1893 ἔνδειξις demonstration
1894 ἕνδεκα eleven
1895 ἑνδέκατος eleventh
1896 ἐνδέχομαι it is possible
1897 ἐνδημέω to be at home
1898 ἐνδιδύσκω to put on
1899 ἔνδικος just
1900 ἐνδόμησις construction
1901 ἐνδοξάζομαι to be glorified
1902 ἔνδοξος honored
1903 ἔνδυμα clothing
1904 ἐνδυναμόω to give strength
1905 ἐνδύνω to worm one's way
1906 ἔνδυσις putting on
1907 ἐνδύω to clothe
1908 ἐνδώμησις material
1909 ἐνέδρα plot
1910 ἐνεδρεύω to wait in ambush
1911 ἔνεδρον plot
1912 ἐνειλέω to wrap in
1913 ἔνειμι to be inside
1914 ἕνεκα for the sake of
1915 ἕνεκεν for
1916 ἐνενήκοντα ninety
1917 ἐνεός speechless
1918 ἐνέργεια working
1919 ἐνεργέω to be at work in
1920 ἐνέργημα working
1921 ἐνεργής active
1922 ἐνευλογέω to be blessed
1923 ἐνέχω to oppose
1924 ἐνθάδε here
1925 ἔνθεν from here
1926 ἐνθυμέομαι to consider
1927 ἐνθύμησις thought
1928 ἔνι there is
1929 ἐνιαυτός year
1930 ἐνίοτε sometimes
1931 ἐνίστημι to be present
1932 ἐνισχύω to strengthen
1933 ἐννέα nine
1934 ἐννεός speechless
1935 ἐννεύω to make a sign
1936 ἔννοια attitude
1937 ἔννομος under law
1938 ἐννόμως subject to the law
1939 ἔννυχος while it is still dark
1940 ἐνοικέω to live in
1941 ἐνορκίζω to charge by oath
1942 ἑνότης unity
1943 ἐνοχλέω to cause trouble
1944 ἔνοχος subject to
1945 ἔνταλμα rule
1946 ἐνταφιάζω to prepare for burial
1947 ἐνταφιασμός preparation for burial
1948 ἐντέλλω to command
1949 ἐντεῦθεν from here
1950 ἔντευξις prayer
1951 ἐντίθημι to put in
1952 ἔντιμος highly valued
1953 ἐντολή command
1954 ἐντόπιος resident
1955 ἐντός inside
1956 ἐντρέπω to cause shame
1957 ἐντρέφω to be brought up
1958 ἔντρομος trembling
1959 ἐντροπή shame
1960 ἐντρυφάω to revel
1961 ἐντυγχάνω to intercede
1962 ἐντυλίσσω to wrap up
1963 ἐντυπόω to be engraved
1964 ἐνυβρίζω to insult
1965 ἐνυπνιάζομαι to have visions
1966 ἐνύπνιον dream
1967 ἐνώπιον before
1968 Ἐνώς Enosh
1969 ἐνωτίζομαι to listen carefully
1970 Ἑνώχ Enoch
1971 ἕξ six
1972 ἐξαγγέλλω to declare
1973 ἐξαγοράζω to redeem
1974 ἐξάγω to lead out
1975 ἐξαιρέω to gouge
1976 ἐξαίρω to expel
1977 ἐξαιτέω to ask for
1978 ἐξαίφνης suddenly
1979 ἐξακολουθέω to follow
1980 ἑξακόσιοι six hundred
1981 ἐξαλείφω to wipe away
1982 ἐξάλλομαι to jump up
1983 ἐξανάστασις resurrection
1984 ἐξανατέλλω to spring up
1985 ἐξανίστημι to raise up = have children
1986 ἐξανοίγω to open fully
1987 ἐξαπατάω to deceive
1988 ἐξάπινα suddenly
1989 ἐξαπορέω to despair
1990 ἐξαποστέλλω to send out
1991 ἐξαρτάω to be attached to
1992 ἐξαρτίζω to finish
1993 ἐξαστράπτω to flash like lightning
1994 ἐξαυτῆς immediately
1995 ἐξεγείρω to raise
1996 ἔξειμι to leave
1997 ἔξειμι it is legal
1998 ἐξελέγχω to convict
1999 ἐξέλκω to be dragged away
2000 ἐξέραμα vomit
2001 ἐξεραυνάω to search intently
2002 ἐξέρχομαι to go out
2003 ἔξεστιν it is legal
2004 ἐξετάζω to make a search
2006 ἐξέχω to stand out
2007 ἐξηγέομαι to tell
2008 ἑξήκοντα sixty
2009 ἑξῆς next
2010 ἐξηχέω to ring out
2011 ἕξις constant use
2014 ἐξίστημι to amaze
2015 ἐξισχύω to have power
2016 ἔξοδος exodus
2017 ἐξολεθρεύω to be completely cut off from
2018 ἐξομολογέομαι to consent
2019 ἐξορκίζω to charge under oath
2020 ἐξορκιστής one driving out evil spirits
2021 ἐξορύσσω to dig through
2022 ἐξουδενέω to be rejected
2023 ἐξουδενόω to be rejected
2024 ἐξουθενέω to treat with contempt
2025 ἐξουθενόω despise
2026 ἐξουσία authority
2027 ἐξουσιάζω to have power over
2028 ἐξουσιαστικός authoritative
2029 ἐξοχή leading
2030 ἐξυπνίζω to wake up
2031 ἔξυπνος awake
2032 ἔξω out
2033 ἔξωθεν from the outside
2034 ἐξωθέω to drive out
2035 ἐξώτερος outside
2036 ἔοικα to be like
2037 ἑορτάζω to celebrate a festival
2038 ἑορτή feast
2039 ἐπαγγελία promise
2040 ἐπαγγέλλομαι to promise
2041 ἐπάγγελμα promise
2042 ἐπάγω to bring upon
2043 ἐπαγωνίζομαι to contend
2044 ἐπαθροίζω to increase
2045 Ἐπαίνετος Epenetus
2046 ἐπαινέω to praise
2047 ἔπαινος praise
2048 ἐπαίρω to lift up
2049 ἐπαισχύνομαι to be ashamed of
2050 ἐπαιτέω to beg
2051 ἐπακολουθέω to follow after
2052 ἐπακούω to hear
2053 ἐπακροάομαι to listen to
2054 ἐπάν when
2055 ἐπάναγκες necessarily
2056 ἐπανάγω to put out
2057 ἐπαναμιμνῄσκω to remind again
2058 ἐπαναπαύομαι to rest on
2059 ἐπανέρχομαι to return
2060 ἐπανίστημι to rebel against
2061 ἐπανόρθωσις correcting
2062 ἐπάνω above
2063 ἐπάρατος accursed
2064 ἐπαρκέω to help
2065 ἐπαρχεία province
2066 ἐπάρχειος belonging to an eparch
2067 ἐπαρχικός pertaining to the eparch
2068 ἔπαυλις place to live
2069 ἐπαύριον the next day
2070 ἐπαυτόφώρως pertaining to being caught in the act
2071 Ἐπαφρᾶς Epaphras
2072 ἐπαφρίζω to foam up
2073 Ἐπαφρόδιτος Epaphroditus
2074 ἐπεγείρω to stir up
2075 ἐπεί since
2076 ἐπειδή when
2077 ἐπειδήπερ inasmuch as
2078 ἐπεῖδον to show favor
2079 ἔπειμι the next day
2080 ἐπείπερ since
2081 ἐπεισαγωγή introduction
2082 ἐπεισέρχομαι to come in
2083 ἔπειτα then
2084 ἐπέκεινα beyond
2085 ἐπεκτείνομαι to strain toward
2086 ἐπενδύομαι to be clothed with
2087 ἐπενδύτης outer garment
2088 ἐπέρχομαι to come
2089 ἐπερωτάω to ask
2090 ἐπερώτημα pledge
2091 ἐπέχω hold out
2092 ἐπηρεάζω to mistreat
2093 ἐπί on
2094 ἐπιβαίνω to go up
2095 ἐπιβάλλω to throw over
2096 ἐπιβαρέω to burden
2097 ἐπιβιβάζω to put on
2098 ἐπιβλέπω to look at
2099 ἐπίβλημα patch
2100 ἐπιβοάω to cry out loudly
2101 ἐπιβουλή plan
2102 ἐπιγαμβρεύω to marry
2103 ἐπίγειος being on the earth
2104 ἐπιγίνομαι to come up
2105 ἐπιγινώσκω to know
2106 ἐπίγνωσις knowledge
2107 ἐπιγραφή inscription
2108 ἐπιγράφω to write
2109 ἐπιδείκνυμι to show
2110 ἐπιδέχομαι to welcome
2111 ἐπιδημέω to live as a visitor
2112 ἐπιδιατάσσομαι to add to
2113 ἐπιδίδωμι to give
2114 ἐπιδιορθόω to straighten out
2115 ἐπιδύω to go down
2116 ἐπιείκεια gentleness
2117 ἐπιεικής gentle
2118 ἐπιζητέω to look for
2119 ἐπιθανάτιος condemned to die
2120 ἐπίθεσις laying on
2121 ἐπιθυμέω to long for
2122 ἐπιθυμητής one who desires
2123 ἐπιθυμία desire
2124 ἐπιθύω to offer a sacrifice
2125 ἐπικαθίζω to sit down
2126 ἐπικαλέω to call
2127 ἐπικάλυμμα cover-up
2128 ἐπικαλύπτω to be covered
2129 ἐπικατάρατος cursed
2130 ἐπίκειμαι to lay upon
2131 ἐπικέλλω to run aground
2132 ἐπικερδαίνω to gain in addition
2133 ἐπικεφάλαιον tax
2134 Ἐπικούρειος Epicurean
2135 ἐπικουρία help
2136 ἐπικράζω to shout threats
2137 ἐπικρίνω to decide
2138 ἐπιλαμβάνομαι to take hold
2139 ἐπιλάμπω to shine out
2140 ἐπιλανθάνομαι to forget
2141 ἐπιλέγω to be called
2142 ἐπιλείπω to not have
2143 ἐπιλείχω to lick
2144 ἐπιλησμονή forgetfulness
2145 ἐπίλοιπος remaining
2146 ἐπίλυσις interpretation
2147 ἐπιλύω to explain
2148 ἐπιμαρτυρέω to testify that
2149 ἐπιμέλεια needs
2150 ἐπιμελέομαι to take care of
2151 ἐπιμελῶς carefully
2152 ἐπιμένω to stay
2153 ἐπινεύω to accept
2154 ἐπίνοια thought
2155 ἐπιορκέω to break an oath
2156 ἐπίορκος perjured
2157 ἐπιούσιος what recurs on a day to day basis
2158 ἐπιπίπτω to fall upon
2159 ἐπιπλήσσω to rebuke
2160 ἐπιποθέω to long for
2161 ἐπιπόθησις longing
2162 ἐπιπόθητος longed for
2163 ἐπιποθία longing
2164 ἐπιπορεύομαι to come to
2165 ἐπιράπτω to sew on
2166 ἐπιρίπτω to throw on
2167 ἐπισείω to urge on
2168 ἐπίσημος notorious
2169 ἐπισιτισμός food
2170 ἐπισκέπτομαι to visit
2171 ἐπισκευάζομαι to get ready
2172 ἐπισκηνόω to rest upon
2173 ἐπισκιάζω to cast a shadow
2174 ἐπισκοπέω to see to
2175 ἐπισκοπή coming
2176 ἐπίσκοπος overseer
2177 ἐπισπάομαι to conceal circumcision
2178 ἐπισπείρω to sow afterward
2179 ἐπίσταμαι to understand
2180 ἐπίστασις stirring up
2181 ἐπιστάτης master
2182 ἐπιστέλλω to write a letter
2183 ἐπιστήμη understanding
2184 ἐπιστήμων understanding
2185 ἐπιστηρίζω to strengthen
2186 ἐπιστολή letter
2187 ἐπιστομίζω to silence
2188 ἐπιστρέφω to turn
2189 ἐπιστροφή conversion
2190 ἐπισυνάγω to gather together
2191 ἐπισυναγωγή gathering
2192 ἐπισυντρέχω to run together to
2193 ἐπισυρράπτο to sew on
2194 ἐπισύστασις uprising
2195 ἐπισφαλής dangerous
2196 ἐπισχύω to insist
2197 ἐπισωρεύω to gather a great number
2198 ἐπιταγή command
2199 ἐπιτάσσω to command
2200 ἐπιτελέω to finish
2201 ἐπιτήδειος needful
2202 ἐπιτίθημι to place
2203 ἐπιτιμάω to rebuke
2204 ἐπιτιμία punishment
2205 ἐπιτρέπω to let
2206 ἐπιτροπεύω to be governor
2207 ἐπιτροπή commission
2208 ἐπίτροπος foreman
2209 ἐπιτυγχάνω to obtain
2210 ἐπιφαίνω to appear
2211 ἐπιφάνεια appearing
2212 ἐπιφανής glorious
2213 ἐπιφαύσκω to shine on
2214 ἐπιφέρω to bring upon
2215 ἐπιφωνέω to shout
2216 ἐπιφώσκω to dawn
2217 ἐπιχειρέω to attempt
2218 ἐπιχείρησις attempt
2219 ἐπιχέω to pour on
2220 ἐπιχορηγέω to support
2221 ἐπιχορηγία support
2222 ἐπιχρίω to put on
2223 ἐπιψαύω to touch
2224 ἐποικοδομέω to build up
2225 ἐποκέλλω to run aground
2226 ἐπονομάζω to be called
2227 ἐποπτεύω to see
2228 ἐπόπτης eyewitness
2229 ἔπος word
2230 ἐπουράνιος heavenly
2231 ἑπτά seven
2232 ἑπτάκις seven times
2233 ἑπτακισχίλιοι seven thousand
2234 ἑπταπλασίων sevenfold
2235 Ἔραστος Erastus
2236 ἐραυνάω to search
2237 ἐργάζομαι to work
2238 ἐργασία trade
2239 ἐργάτης worker
2240 ἔργον work
2241 ἐρεθίζω to stir up
2242 ἐρείδω to stick fast
2243 ἐρεύγομαι to utter
2244 ἐρημία remote place
2245 ἔρημος deserted
2246 ἐρημόω to be brought to ruin
2247 ἐρήμωσις desolation
2248 ἐρίζω to quarrel
2249 ἐριθεία selfish ambition
2250 ἔριον wool
2251 ἔρις quarrel
2252 ἐρίφιον goat
2253 ἔριφος goat
2254 Ἑρμᾶς Hermas
2255 ἑρμηνεία interpretation
2256 ἑρμηνευτής translator
2257 ἑρμηνεύω to translate
2258 Ἑρμῆς Hermes
2259 Ἑρμογένης Hermogenes
2260 ἑρπετόν reptile
2261 ἐρυθρός red
2262 ἔρχομαι to come
2263 ἐρωτάω to ask
2264 ἐσθής clothing
2265 ἔσθησις government
2266 ἐσθίω to eat
2267 ἔσθω to eat
2268 Ἑσλί Esli
2269 ἔσοπτρον mirror
2270 ἑσπέρα evening
2271 ἑσπερινός pertaining to the evening
2272 Ἑσρώμ Hezron
2273 ἐσσόομαι to be inferior
2274 ἔσχατος last
2275 ἐσχάτως finally
2276 ἔσω in
2277 ἔσωθεν from within
2278 ἐσώτερος inner
2279 ἑταῖρος friend
2280 ἑτερόγλωσσος speaking in a foreign language
2281 ἑτεροδιδασκαλέω to teach false doctrine
2282 ἑτεροζυγέω to yoke together in a mismatch
2283 ἕτερος other
2284 ἑτέρως otherwise
2285 ἔτι still
2286 ἑτοιμάζω to prepare
2288 ἑτοιμασία readiness
2289 ἕτοιμος ready
2290 ἑτοίμως readily
2291 ἔτος year
2292 εὖ well
2293 Εὕα Eve
2294 εὐαγγελίζω to preach the gospel
2295 εὐαγγέλιον gospel
2296 εὐαγγελιστής evangelist
2297 εὐαρεστέω to please
2298 εὐάρεστος pleasing
2299 εὐαρέστως acceptably
2300 Εὔβουλος Eubulus
2301 εὖγε well done!
2302 εὐγενής of noble birth
2303 εὐγλωττία glibness
2304 εὐδία fair weather
2305 εὐδοκέω to be well pleased
2306 εὐδοκία goodwill
2307 εὐεργεσία act of kindness
2308 εὐεργετέω to do good to
2309 εὐεργέτης benefactor
2310 εὔθετος fit
2311 εὐθέως immediately
2312 εὐθυδρομέω to sail straight
2313 εὐθυμέω to keep up one's courage
2314 εὔθυμος encouraged
2315 εὐθύμως cheerfully
2316 εὐθύνω to make straight
2317 εὐθύς immediately
2318 εὐθύς straight
2319 εὐθύτης righteousness
2320 εὐκαιρέω to have a chance to
2321 εὐκαιρία opportunity
2322 εὔκαιρος opportune
2323 εὐκαίρως opportunely
2324 εὔκοπος easy
2325 εὐλάβεια reverence
2326 εὐλαβέομαι to have holy fear
2327 εὐλαβής devout
2328 εὐλογέω to praise
2329 εὐλογητός worthy of being praised
2330 εὐλογία blessing
2331 εὐμετάδοτος generous
2332 Εὐνίκη Eunice
2333 εὐνοέω to settle matters by coming to terms
2334 εὔνοια wholeheartedness
2335 εὐνουχίζω to emasculate
2336 εὐνοῦχος eunuch
2337 Εὐοδία Euodia
2338 εὐοδόω to get along with
2339 εὐπάρεδρος devoted
2340 εὐπειθής submissive
2341 εὐπερισπαστος easily distracting
2342 εὐπερίστατος easily entangling
2343 εὐποιία doing good
2344 εὐπορέω to have ability
2345 εὐπορία prosperity
2346 εὐπρέπεια beauty
2347 εὐπρόσδεκτος acceptable
2348 εὐπρόσεδρος constant
2349 εὐπροσωπέω to make a good impression
2350 εὐρακύλων northeast wind
2351 εὑρίσκω to find
2352 εὐρακύλων southeast wind
2353 εὐρύχωρος broad
2354 εὐσέβεια godliness
2355 εὐσεβέω to worship
2356 εὐσεβής devout
2357 εὐσεβῶς in a godly manner
2358 εὔσημος intelligible
2359 εὔσπλαγχνος compassionate
2360 εὐσχημονέω to behave in an affected manner
2361 εὐσχημόνως decently
2362 εὐσχημοσύνη modesty
2363 εὐσχήμων presentable
2364 εὐτόνως vehemently
2365 εὐτραπελία coarse joking
2366 Εὔτυχος Eutychus
2367 εὐφημία good report
2368 εὔφημος admirable
2369 εὐφορέω to produce a good crop
2370 εὐφραίνω to cause celebration
2371 Εὐφράτης Euphrates
2372 εὐφροσύνη joy
2373 εὐχαριστέω to thank
2374 εὐχαριστία expression of thanks
2375 εὐχάριστος thankful
2376 εὐχή vow
2377 εὔχομαι to pray for
2378 εὔχρηστος useful
2379 εὐψυχέω to be cheerful
2380 εὐωδία a sweet smell
2381 εὐώνυμος left
2382 εὐωχία banquet
2383 ἐφάλλομαι to jump on
2384 ἐφάπαξ once for all
2385 Ἐφεσῖνος Ephesian
2386 Ἐφέσιος Ephesian
2387 Ἔφεσος Ephesus
2388 ἐφευρετής inventor
2389 ἐφημερία division
2390 ἐφήμερος daily
2391 ἐφικνέομαι to come
2392 ἐφίστημι to approach
2393 ἐφοράω to gaze upon
2394 Ἐφραίμ Ephraim
2395 ἐφφαθά ephphatha!
2396 ἐχθές yesterday
2397 ἔχθρα hostility
2398 ἐχθρός enemy
2399 ἔχιδνα viper
2400 ἔχω to have
2401 ἕως up to
2404 Ζαβουλών Zebulun
2405 Ζακχαῖος Zacchaeus
2406 Ζάρα Zerah
2408 Ζαχαρίας Zechariah
2409 ζάω to be alive
2411 Ζεβεδαῖος Zebedee
2412 ζεστός hot
2413 ζεύγνυμι to connect
2414 ζεῦγος yoke
2415 ζευκτηρία rope
2416 Ζεύς Zeus
2417 ζέω to have great fervor
2418 ζηλεύω to be earnest
2419 ζῆλος zeal
2420 ζηλόω to desire
2421 ζηλωτής zealot
2422 ζημία loss
2423 ζημιόω to forfeit
2424 Ζηνᾶς Zenas
2426 ζητέω to look for
2427 ζήτημα question for discussion
2428 ζήτησις argument
2429 ζιζάνιον weed
2431 Ζοροβαβέλ Zerubbabel
2432 ζόφος blackness
2433 ζυγός yoke
2434 ζύμη yeast
2435 ζυμόω to leaven
2436 ζωγρέω to capture
2437 ζωή life
2438 ζώνη belt
2439 ζώννυμι to dress
2440 ζωννύω to dress
2441 ζῳογονέω to give life
2442 ζῷον living creature
2443 ζῳοποιέω to make alive
2445 ἤ either...or
2446 ἦ truly
2448 ἡγεμονεύω to govern
2449 ἡγεμονία reign
2450 ἡγεμών ruler
2451 ἡγέομαι to lead
2452 ἡδέως gladly
2453 ἤδη already
2454 ἡδονή pleasure
2455 ἡδύοσμον mint
2456 ἦθος a settled habit
2457 ἥκω to come
2458 ἠλί my God
2459 Ἠλί Heli
2460 Ἠλίας Elijah
2461 ἡλικία life
2462 ἡλίκος how much
2463 ἥλιος sun
2464 ἧλος nail
2465 ἡμέρα day
2466 ἡμέτερος our
2467 ἡμιθανής half dead
2468 ἥμισυς half
2469 ἡμιώριον half an hour
2471 ἡνίκα when
2472 ἤπερ than
2473 ἤπιος gentle
2474 Ἤρ Er
2475 ἤρεμος peaceful
2476 Ἡρῴδης Herod
2477 Ἡρῳδιανοί Herodians
2478 Ἡρῳδιάς Herodias
2479 Ἡρῳδίων Herodion
2480 Ἠσαίας Isaiah
2481 Ἠσαῦ Esau
2482 ἥσσων for the worse
2483 ἡσυχάζω to be silent
2484 ἡσυχία quietness
2485 ἡσύχιος quiet
2486 ἤτοι whether...or
2487 ἡττάομαι to be mastered
2488 ἥττημα loss
2489 ἥττων for the worse
2490 ἠχέω to resound
2491 ἦχος sound
2492 ἦχος sound
2496 θάβιτα girl
2497 Θαδδαῖος Thaddaeus
2498 θάλασσα sea
2499 θάλπω to care for
2500 Θαμάρ Tamar
2501 θαμβέω to be amazed
2502 θάμβος amazement
2503 θανάσιμος deadly
2504 θανατηφόρος deadly
2505 θάνατος death
2506 θανατόω to put to death
2507 θάπτω to bury
2508 Θάρα Terah
2509 θαρρέω to have confidence
2510 θαρσέω take heart!
2511 θάρσος encouragement
2512 θαῦμα wonder
2513 θαυμάζω to be amazed
2514 θαυμάσιος wonderful
2515 θαυμαστός wonderful
2516 θεά goddess
2517 θεάομαι to see
2518 θεατρίζω to publicly expose
2519 θέατρον theatre
2520 θεῖον sulfur
2521 θεῖος divine
2522 θειότης divine nature
2523 θειώδης as sulfur
2524 θέκλα Thecla
2525 θέλημα will
2526 θέλησις will
2527 θέλω to will
2528 θεμέλιον foundation
2529 θεμέλιος foundation
2530 θεμελιόω to lay a foundation
2531 θεοδίδακτος taught by God
2532 θεολόγος one who speaks of God
2533 θεομαχέω to fight against God
2534 θεομάχος fighting against God
2535 θεόπνευστος God-breathed
2536 θεός God
2537 θεοσέβεια worship of God
2538 θεοσεβής godly
2539 θεοστυγής God-hating
2540 θεότης Deity
2541 Θεόφιλος Theophilus
2542 θεραπεία service
2543 θεραπεύω to serve
2544 θεράπων servant
2545 θερίζω to reap
2546 θερισμός harvest
2547 θεριστής harvester
2548 θερμαίνω to keep warm
2549 θέρμη heat
2550 θέρος summer
2551 θεσσαλία Thessaly
2552 Θεσσαλονικεύς Thessalonian
2553 Θεσσαλονίκη Thessalonica
2554 Θευδᾶς Theudas
2555 θεωρέω to see
2556 θεωρία sight
2557 θήκη sheath
2558 θηλάζω to nurse a baby
2559 θῆλυς female
2560 θήρα trap
2561 θηρεύω to catch in a mistake
2562 θηριομαχέω to fight wild animals
2563 θηρίον animal
2564 θησαυρίζω to store up
2565 θησαυρός treasure
2566 θιγγάνω to touch
2567 θλίβω to press upon
2568 θλῖψις trouble
2569 θνῄσκω to have died
2570 θνητός mortal
2571 θορυβάζω to be upset
2572 θορυβέω to start a riot
2573 θόρυβος uproar
2574 θραυματρίζω to break
2575 θραύω to be oppressed
2576 θρέμμα livestock
2577 θρηνέω to sing a funeral dirge
2578 θρῆνος dirge
2579 θρησκεία religion
2580 θρησκός religious
2581 θριαμβεύω to lead in a triumphal procession
2582 θρίξ hair
2583 θροέω to be alarmed
2584 θρόμβος drop
2585 θρόνος throne
2586 θρύπτω to break in pieces
2587 Θυάτειρα Thyatira
2588 θυγάτηρ daughter
2589 θυγάτριον little daughter
2590 θύελλα storm
2591 θύϊνος citron
2592 θυμίαμα incense
2593 θυμιατήριον incense altar
2594 θυμιάω to burn incense
2595 θυμομαχέω to quarrel
2596 θυμός wrath
2597 θυμόω to become angry
2598 θύρα door
2599 θυρεός shield
2600 θυρίς window
2601 θυρωρός doorkeeper
2602 θυσία sacrifice
2603 θυσιαστήριον altar
2604 θύω to kill
2605 Θωμᾶς Thomas
2606 θώραξ breastplate
2608 Ἰάϊρος Jairus
2609 Ἰακώβ Jacob
2610 Ἰάκωβος James
2611 ἴαμα healing
2612 Ἰαμβρῆς Jambres
2613 Ἰανναί Jannai
2614 Ἰάννης Jannes
2615 ἰάομαι to heal
2616 Ἰάρετ Jared
2617 ἴασις healing
2618 ἴασπις jasper
2619 Ἰάσων Jason
2620 ἰατρός doctor
2621 Ἰαχίν Jachin
2622 ιβʼ two letters representing the number twelve
2623 ἴδε see!
2624 ἰδέα appearance
2625 ἴδιος one's own
2626 ἰδιώτης ordinary
2627 ἰδού look!
2628 Ἰδουμαία Idumea
2629 ἱδρώς sweat
2630 Ἰεζάβελ Jezebel
2631 Ἱεράπολις Hierapolis
2632 ἱερατεία priestly office
2633 ἱεράτευμα priesthood
2634 ἱερατεύω to serve as a priest
2635 Ἰερεμίας Jeremiah
2636 ἱερεύς priest
2637 Ἰεριχώ Jericho
2638 ἱερόθυτος sacrificed to pagan gods
2639 ἱερόν temple
2640 ἱεροπρεπής reverent
2641 ἱερός sacred
2642 Ἱεροσόλυμα Jerusalem
2643 Ἱεροσολυμίτης inhabitant of Jerusalem
2644 ἱεροσυλέω to rob temples
2645 ἱερόσυλος temple robber
2646 ἱερουργέω to perform priestly duty
2647 Ἰερουσαλήμ Jerusalem
2648 ἱερωσύνη priesthood
2649 Ἰεσσαί Jesse
2650 Ἰεφθάε Jephthah
2651 Ἰεχονίας Jeconiah
2652 Ἰησοῦς Jesus
2653 ἱκανός sufficient
2654 ἱκανότης competence
2655 ἱκανόω to make competent
2656 ἱκετηρία petition
2657 ἰκμάς moisture
2658 Ἰκόνιον Iconium
2659 ἱλαρός cheerful
2660 ἱλαρότης cheerfully
2661 ἱλάσκομαι to make atonement for
2662 ἱλασμός atoning sacrifice
2663 ἱλαστήριον atoning sacrifice
2664 ἵλεως forgiving
2665 Ἰλλυρικόν Illyricum
2666 ἱμάς thong
2667 ἱματίζω to be dressed
2668 ἱμάτιον clothing
2669 ἱματισμός clothing
2670 ἱμείρομαι to desire
2671 ἵνα in order that
2672 ἱνατί why?
2673 Ἰόππη Joppa
2674 Ἰορδάνης Jordan
2675 ἰός poison
2677 Ἰουδαία Judea
2678 Ἰουδαΐζω to follow Jewish customs
2679 Ἰουδαϊκός Jewish
2680 Ἰουδαϊκῶς in a Jewish manner
2681 Ἰουδαῖος Jewish
2682 Ἰουδαϊσμός Judaism
2683 Ἰούδας Judah
2684 Ἰουλία Julia
2685 Ἰούλιος Julius
2687 Ἰουνιᾶς Junias
2688 Ἰοῦστος Justus
2689 ἱππεύς horseman
2690 ἱππικός mounted
2691 ἵππος horse
2692 ἶρις rainbow
2693 Ἰσαάκ Isaac
2694 ἰσάγγελος like an angel
2695 Ἰσαχάρ Issachar
2696 Ἰσκαριώθ Iscariot
2697 Ἰσκαριώτης Iscariot
2698 ἴσος equal
2699 ἰσότης equality
2700 ἰσότιμος as precious as
2701 ἰσόψυχος like
2702 Ἰσραήλ Israel
2703 Ἰσραηλίτης Israelite
2704 Ἰσσαχάρ Issachar
2705 ἵστημι to stand
2706 ἱστίον sail
2707 ἱστορέω to get acquainted with
2708 ἰσχυρός powerful
2709 ἰσχύς strength
2710 ἰσχύω to be strong
2711 ἴσως perhaps
2712 Ἰταλία Italy
2713 Ἰταλικός Italian
2714 Ἰτουραῖος Iturea
2715 ἰχθύδιον little fish
2716 ἰχθύς fish
2717 ἴξνος step
2718 Ἰωαθάμ Jotham
2720 Ἰωανάν Joanan
2721 Ἰωάννα Joanna
2722 Ἰωάννης John
2723 Ἰωάς Joash
2724 Ἰώβ Job
2725 Ἰωβήδ Obed
2726 Ἰωδά Joda
2727 Ἰωήλ Joel
2728 Ἰωνάθας Jonathas
2729 Ἰωνάμ Jonam
2731 Ἰωνᾶς Jonah
2732 Ἰωράμ Jehoram
2733 Ἰωρίμ Jorim
2734 Ἰωσαφάτ Jehoshaphat
2736 Ἰωσῆς Joses
2737 Ἰωσήφ Joseph
2738 Ἰωσήχ Josech
2739 Ἰωσίας Josiah
2740 ἰῶτα smallest letter
2742 κάβος cab
2743 κἀγώ and I
2744 κάδος jar
2745 καθά as
2746 καθαίρεσις tearing down
2747 καθαιρέω to take down
2748 καθαίρω to prune
2749 καθάπερ as
2750 καθάπτω to fasten
2751 καθαρίζω to make clean
2752 καθαρισμός cleansing
2753 κάθαρμα scapegoat
2754 καθαρός clean
2755 καθαρότης cleanness
2756 καθέδρα seat
2757 καθέζομαι to sit down
2759 καθεξῆς in order
2761 καθεύδω to sleep
2762 καθηγητής teacher
2763 καθήκω to be fitting
2764 κάθημαι to sit
2766 καθημερινός daily
2767 καθίζω to place
2768 καθίημι to let down
2769 καθιστάνω to put in charge
2770 καθίστημι to put in charge
2771 καθό insofar as
2772 καθολικός general
2773 καθόλου at all
2774 καθοπλίζω to fully equip
2775 καθοράω to be clearly seen
2776 καθότι as
2777 καθώς as
2778 καθώσπερ just as
2779 καί and
2780 Καϊάφας Caiaphas
2781 καίγε even
2782 Κάϊν Cain
2783 Καϊνάμ Cainan
2784 Καϊνάν Cainan
2785 καινός new
2786 καινότης newness
2788 καίπερ though
2789 καιρός time
2790 Καῖσαρ Caesar
2791 Καισάρεια Caesarea
2792 καίτοι and yet
2793 καίτοιγε although
2794 καίω to light
2795 κἀκεῖ and there
2796 κἀκεῖθεν and from there
2797 κἀκεῖνος and that one
2798 κακία evil
2799 κακοήθεια malice
2800 κακολογέω to curse
2801 κακοπάθεια suffering
2802 κακοπαθέω to suffer trouble
2803 κακοποιέω to do evil
2804 κακοποιός wrongdoing
2805 κακός evil
2806 κακοῦργος criminal
2807 κακουχέω to be mistreated
2808 κακόω to harm
2809 κακῶς badly
2810 κάκωσις oppression
2811 καλάμη straw
2812 κάλαμος reed
2813 καλέω to call
2814 καλλιέλαιος cultivated olive tree
2815 καλοδιδάσκαλος teaching what is good
2816 Καλοὶ Λιμένες Fair Havens
2817 καλοκαγαθία nobility of character
2818 καλοποιέω to do what is good
2819 καλός good
2820 κάλυμμα veil
2821 καλύπτω cover
2822 καλῶς rightly
2823 κάμηλος camel
2824 κάμιλος rope
2825 κάμινος furnace
2826 καμμύω close
2827 κάμνω to grow weary
2828 κάμπτω to bend
2829 κἄν and if
2830 Κανά Cana
2831 Καναναῖος Zealot
2832 Κανανίτης Canaanite
2833 Κανδάκη Candace
2834 κανών rule
2835 Καπερναούμ Capernaum
2836 καπηλεύω to act as a peddler
2837 καπνός smoke
2838 Καππαδοκία Cappadocia
2839 καραδοκία eager expectation
2840 καρδία heart
2841 καρδιογνώστης knower of the heart
2842 Κάρπος Carpus
2843 καρπός fruit
2844 καρποφορέω to produce a crop
2845 καρποφόρος crop
2846 καρτερέω to persevere
2847 κάρφος speck
2848 κατά against
2849 καταβαίνω to go down
2850 καταβάλλω to be struck down
2851 καταβαρέω to burden
2852 καταβαρύνω to become heavy
2853 κατάβασις place that goes down
2854 καταβιβάζω to bring down
2855 καταβοάω to cry out
2856 καταβολή creation
2857 καταβραβεύω to disqualify for a prize
2858 καταγγελεύς advocate
2859 καταγγέλλω to preach
2860 καταγελάω to laugh at
2861 καταγινώσκω to condemn
2862 κατάγνυμι to break
2863 καταγράφω to write
2864 κατάγω to bring
2865 καταγωνίζομαι to conquer
2866 καταδέω to bandage
2867 κατάδηλος clear
2868 καταδικάζω to condemn
2869 καταδίκη condemnation
2870 καταδιώκω to look for
2871 καταδουλόω to make a slave
2872 καταδυναστεύω to exploit
2873 κατάθεμα cursed thing
2874 καταθεματίζω to curse
2875 καταισχύνω to dishonor
2876 κατακαίω to burn up
2877 κατακαλύπτω to cover
2878 κατακαυχάομαι to boast about
2879 κατάκειμαι to lie down
2880 κατακλάω to break in pieces
2881 κατακλείω to lock up
2882 κατακληροδοτέω to parcel out by lot
2883 κατακληρονομέω to give as an inheritance
2884 κατακλίνω to cause to sit
2885 κατακλύζω to be deluged
2886 κατακλυσμός flood
2887 κατακολουθέω to follow
2888 κατακόπτω to cut
2889 κατακρημνίζω to throw down a cliff
2890 κατάκριμα condemnation
2891 κατακρίνω to condemn
2892 κατάκρισις condemnation
2893 κατακύπτω to stoop down
2894 κατακυριεύω to lord it over
2895 καταλαλέω to speak against
2896 καταλαλιά slander
2897 κατάλαλος slanderous
2898 καταλαμβάνω to obtain
2899 καταλέγω to put on a list
2900 κατάλειμμα remnant
2901 καταλείπω to leave
2902 καταλιθάζω to stone to death
2903 καταλλαγή reconciliation
2904 καταλλάσσω to reconcile
2905 κατάλοιπος remaining
2906 κατάλυμα guest room
2907 καταλύω throw down
2908 καταμανθάνω notice carefully
2909 καταμαρτυρέω to bring testimony against
2910 καταμένω to stay
2911 καταμόνας in private
2912 κατανάθεμα curse
2913 καταναθεματίζω to curse
2914 καταναλίσκω to consume
2915 καταναρκάω to burden
2916 κατανεύω to signal
2917 κατανοέω to pay attention
2918 καταντάω to come to
2919 κατάνυξις stupor
2920 κατανύσσομαι to be pierced
2921 καταξιόω to be counted worthy
2922 καταπατέω to trample
2923 κατάπαυσις rest
2924 καταπαύω to keep from
2925 καταπέτασμα curtain
2926 καταπίμπρημι to burn to ashes
2927 καταπίνω to swallow
2928 καταπίπτω to fall down
2929 καταπλέω to sail to
2930 καταπονέω to be oppressed
2931 καταποντίζω to be drowned
2932 κατάρα curse
2933 καταράομαι to curse
2934 καταργέω to nullify
2935 καταριθμέω to be numbered among
2936 καταρτίζω to restore
2937 κατάρτισις perfection
2938 καταρτισμός preparation
2939 κατασείω to motion
2940 κατασκάπτω to tear down
2941 κατασκευάζω to prepare
2942 κατασκηνόω to perch
2943 κατασκήνωσις nest
2944 κατασκιάζω to overshadow
2945 κατασκοπέω to spy on
2946 κατάσκοπος spy
2947 κατασοφίζομαι to deal treacherously with
2948 καταστέλλω to quiet
2949 κατάστημα the way one lives
2950 καταστολή appearance
2951 καταστρέφω to overturn
2952 καταστρηνιάω to be filled with desires that conflict with dedication to someone
2953 καταστροφή ruin
2954 καταστρώννυμι to be scattered
2955 κατασύρω to drag away
2956 κατασφάζω to kill
2958 κατασφραγίζω to be sealed up
2959 κατάσχεσις possession
2960 κατατίθημι to grant a favor
2961 κατατομή mutilation
2962 κατατοξεύω to shoot down
2963 κατατρέχω to run down
2964 καταυγάζω to shine upon
2965 καταφέρω to cast against
2966 καταφεύγω to flee
2967 καταφθείρω to be depraved
2968 καταφιλέω to kiss
2969 καταφρονέω to despise
2970 καταφρονητής scoffer
2971 καταφωνέω to shout at
2972 καταχέω to pour out
2973 καταχθόνιος under the earth
2974 καταχράομαι to make full use of
2975 καταψηφίζομαι to be enrolled
2976 καταψύχω to cool off
2977 κατείδωλος full of idols images
2978 κατέναντι ahead
2979 κατενώπιον in the sight of
2980 κατεξουσιάζω to exercise authority over
2981 κατεργάζομαι to produce
2982 κατέρχομαι to go down
2983 κατεσθίω to eat up
2984 κατέσθω to eat up
2985 κατευθύνω to guide
2986 κατευλογέω to bless
2987 κατεφίσταμαι to make an attack upon
2988 κατέχω to hold back
2989 κατηγορέω to accuse
2990 κατηγορία charge
2991 κατήγορος accuser
2992 κατήγωρ accuser
2993 κατήφεια gloominess
2994 κατηχέω to instruct
2995 κατιόω to become corroded
2996 κατισχύω to overcome
2997 κατοικέω to live in
2998 κατοίκησις where one lives
2999 κατοικητήριον dwelling place
3000 κατοικία where one lives
3001 κατοικίζω to cause to live in
3002 κατοπτρίζω to reflect
3003 κατόρθωμα success
3004 κάτω below
3005 κατώτερος lower
3006 κατωτέρω under
3007 Καῦδα Cauda
3008 καῦμα heat
3009 καυματίζω to scorch
3010 καυματόω to be scorched by the heat
3011 καῦσις burning
3012 καυσόω to be consumed by fire
3013 καυστηριάζω to be seared as with a hot iron
3014 καύσων heat
3015 καυτηριάζω to be seared with a hot iron
3016 καυχάομαι to boast
3017 καύχημα something to boast about
3018 καύχησις boasting
3019 Καφαρναούμ Capernaum
3020 Κεγχρεαί Cenchrea
3021 κέδρος cedar tree
3022 Κεδρών Kidron
3023 κεῖμαι to lay
3024 κειρία strip of linen
3025 κείρω to shear
3026 κέλευσμα command
3027 κελεύω to order
3029 κενοδοξία vain conceit
3030 κενόδοξος conceited
3031 κενός empty
3032 κενοφωνία chatter
3033 κενόω to empty
3034 κέντρον sting
3035 κεντυρίων centurion
3036 κενῶς in vain
3037 κεραία least stroke of a pen
3038 κεραμεύς potter
3039 κεραμικός made by a potter
3040 κεράμιον clay jar
3041 κέραμος clay roof tile
3042 κεράννυμι to mix
3043 κέρας horn
3044 κεράτιον carob pod
3045 κερδαίνω to gain
3046 κέρδος gain
3047 κέρμα coin
3048 κερματιστής money exchanger
3049 κεφάλαιον the point
3050 κεφαλαιόω to strike on the head
3051 κεφαλή head
3052 κεφαλιόω to strike on the head
3053 κεφαλίς section of a scroll
3054 κηδεύω to take care of
3055 κημόω to muzzle
3056 κῆνσος tax
3057 κῆπος garden
3058 κηπουρός gardener
3059 κηρίον wax
3060 κήρυγμα preaching
3061 κῆρυξ herald
3062 κηρύσσω to preach
3063 κῆτος huge fish
3064 Κηφᾶς Cephas
3065 κιβώριον ciborium
3066 κιβωτός ark
3067 κιθάρα harp
3068 κιθαρίζω to play the harp
3069 κιθαρῳδός harpist
3070 Κιλικία Cilicia
3071 Κίλιξ Cilician
3073 κινδυνεύω to be in danger
3074 κίνδυνος danger
3075 κινέω to move
3076 κίνησις motion
3077 κιννάμωμον cinnamon
3078 Κίς Kish
3079 κίχρημι to lend
3080 κλάδος branch
3081 κλαίω to weep
3082 κλάσις breaking
3083 κλάσμα broken piece
3084 Κλαύδη Clauda
3085 Κλαῦδη Clauda
3086 Κλαυδία Claudia
3087 Κλαύδιος Claudius
3088 κλαυθμός weeping
3089 κλάω to break
3090 κλείς key
3091 κλείω to close
3092 κλέμμα theft
3093 Κλεοπᾶς Cleopas
3094 κλέος credit
3095 κλέπτης thief
3096 κλέπτω steal
3097 κλῆμα branch
3098 Κλήμης Clement
3099 κληρονομέω to inherit
3100 κληρονομία inheritance
3101 κληρονόμος heir
3102 κλῆρος lots
3103 κληρόω to be chosen
3104 κλῆσις call
3105 κλητός called
3106 κλίβανος furnace
3107 κλίμα region
3108 κλινάριον bed
3109 κλίνη bed
3110 κλινίδιον bed
3111 κλίνω to bow down
3112 κλισία group reclining for a meal
3113 κλοπή theft
3114 κλύδων raging waters
3115 κλυδωνίζομαι to be tossed back and forth by waves
3116 Κλωπᾶς Clopas
3117 κνήθω to feel an itch
3118 Κνίδος Cnidus
3119 κοδράντης penny
3120 κοιλία any and all internal organs
3121 κοιμάω to fall asleep
3122 κοίμησις sleep
3123 κοινός common
3124 κοινόω to make unclean
3125 κοινωνέω to share in
3126 κοινωνία fellowship
3127 κοινωνικός willing to share
3128 κοινωνός partner
3130 κοίτη bed
3131 κοιτών bedroom
3132 κόκκινος scarlet
3133 κόκκος seed
3134 κολάζω to punish
3135 κολακεία flattery
3136 κόλασις punishment
3137 Κολασσαεύς Colossian
3138 Κολασσαί Colosse
3139 κολαφίζω to strike with the fists
3140 κολλάω to join
3141 κολλούριον eye salve
3142 κολλυβιστής money exchanger
3143 κολοβόω to cut short
3144 Κολοσσαεύς Colossian
3145 Κολοσσαί Colosse
3146 κόλπος bosom
3147 κολυμβάω to swim
3148 κολυμβήθρα pool
3149 κολωνία Roman colony
3150 κομάω to have long hair
3151 κόμη hair
3152 κομίζω to bring
3153 κομψότερον better
3154 κονιάω to be whitewashed
3155 κονιορτός dust
3156 κοπάζω to die down
3157 κοπετός mourning
3158 κοπή defeat
3159 κοπιάω to work
3160 κόπος labor
3161 κοπρία manure pile
3162 κόπριον fertilizer
3163 κόπρος dung
3164 κόπτω to cut
3165 κόραξ raven
3166 κοράσιον girl
3167 κορβᾶν Corban
3168 κορβανᾶς temple treasury
3169 Κόρε Korah
3170 κορέννυμι to be filled to the full
3171 Κορίνθιος Corinthian
3172 Κόρινθος Corinth
3173 Κορνήλιος Cornelius
3174 κόρος cor
3175 κοσμέω to make beautiful
3176 κοσμικός earthly
3177 κόσμιος respectable
3179 κοσμοκράτωρ powers of the world
3180 κόσμος world
3181 Κούαρτος Quartus
3182 κοῦμ koum
3183 κοῦμι koumi
3184 κουστωδία guard
3185 κουφίζω to lighten
3186 κόφινος basket of various sizes and considered typical of the Jews
3187 κράβαττος bed
3188 κράββατος bed
3189 κράζω call out
3190 κραιπάλη dissipation
3191 κρανίον skull
3192 κράσπεδον edge
3193 κραταιός mighty
3194 κραταιόω to be strong
3195 κρατέω to arrest
3196 κράτιστος most excellent
3197 κράτος power
3198 κραυγάζω to shout
3199 κραυγή crying out
3200 κρέας meat
3201 κρείσσων better
3202 κρείττων better
3203 κρεμάννυμι to hang on
3204 κρημνός steep bank
3205 Κρής Cretan
3206 Κρήσκης Crescens
3207 Κρήτη Crete
3208 κριθή barley
3209 κρίθινος made of barley
3210 κρίμα judgment
3211 κρίνον lily
3212 κρίνω to decide
3213 κρίσις judgment
3214 Κρίσπος Crispus
3215 κριτήριον court of law
3216 κριτής judge
3217 κριτικός able to discern
3218 κρούω to knock
3219 κρύπτη hidden place
3220 κρυπτός hidden
3221 κρύπτω to hide
3222 κρυσταλλίζω to be clear as crystal
3223 κρύσταλλος rock crystal
3224 κρυφαῖος hidden
3225 κρυφῇ in secret
3226 κρύφιος hidden
3227 κτάομαι to get
3228 κτῆμα wealth
3229 κτῆνος property
3230 κτήτωρ owner
3231 κτίζω to create
3232 κτίσις creation
3233 κτίσμα creature
3234 κτίστης Creator
3235 κυβεία cunning
3236 κυβέρνησις administration
3237 κυβερνήτης sea captain
3238 κυκλεύω to surround
3239 κυκλόθεν around
3240 κυκλόω to surround
3241 κύκλῳ all around
3242 κύλισμα wallowing
3243 κυλισμός wallowing
3244 κυλίω to roll around
3245 κυλλός crippled
3246 κῦμα waves
3247 κύμβαλον cymbal
3248 κύμινον cummin
3249 κυνάριον dog
3250 Κύπριος from Cyprus
3251 Κύπρος Cyprus
3252 κύπτω to stoop down
3254 Κυρηναῖος from Cyrene
3255 Κυρήνη Cyrene
3256 Κυρήνιος Quirinius
3257 κυρία lady
3258 κυριακός the Lord's
3259 κυριεύω to lord over
3261 κύριος lord
3262 κυριότης authority
3263 κυρόω to reaffirm
3264 κύων dog
3265 κῶλον dead body
3266 κωλύω to hinder
3267 κώμη village
3268 κωμόπολις village
3269 κῶμος orgy
3270 κώνωψ gnat
3271 Κώς Cos
3272 Κωσάμ Cosam
3273 κωφός unable to talk
3275 λαγχάνω to choose by lot
3276 Λάζαρος Lazarus
3277 λάθρᾳ secretly
3278 λαῖλαψ storm
3279 λακάω to burst open
3280 λακτίζω to kick
3281 λαλέω to speak
3282 λαλιά speech
3283 λαμά lama
3284 λαμβάνω to take
3285 Λάμεχ Lamech
3286 λαμπάς lamp
3287 λαμπρός bright
3288 λαμπρότης brightness
3289 λαμπρῶς splendidly
3290 λάμπω to give light
3291 λανθάνω to keep secret
3292 λαξευτός cut in rock
3293 Λαοδίκεια Laodicea
3294 Λαοδικεύς Laodicean
3295 λαός people
3296 λάρυγξ throat
3297 Λασαία Lasea
3298 Λασέα Lasea
3299 λάσκω to burst open
3300 λατομέω to cut
3301 λατρεία worship
3302 λατρεύω to serve
3303 λάχανον plant
3304 Λεββαῖος Lebbaeus
3305 λεγιών legion
3306 λέγω say
3307 λεῖμμα remnant
3308 λεῖος smooth
3309 λείπω to lack
3310 λειτουργέω to perform religious duties
3311 λειτουργία religious service
3312 λειτουργικός ministering
3313 λειτουργός servant
3314 λείχω to lick
3315 Λέκτρα Lectra
3316 λεμά lama
3317 λέντιον towel
3318 λεπίς scale
3319 λέπρα leprosy
3320 λεπρός leprous
3321 λεπτός very small copper coin
3322 Λευί Levi
3323 Λευίς Levi
3324 Λευίτης Levite
3325 Λευιτικός Levitical
3326 λευκαίνω to bleach
3327 λευκοβύσσινος white linen
3328 λευκός white
3329 λέων lion
3330 λήθη forgetfulness
3331 λῆμψις receiving
3332 ληνός winepress
3333 λῆρος nonsense
3334 λῃστής robber
3335 λῆψις receiving
3336 λίαν very much
3337 λίβανος frankincense
3338 λιβανωτός censer
3339 Λιβερτῖνος Freedman
3340 Λιβύη Libya
3341 Λιβυστῖνος Libyan
3342 λιθάζω to stone
3343 λίθινος made of stone
3344 λιθοβολέω to throw stones
3345 λίθος stone
3346 λιθόστρωτος stone pavement
3347 λικμάω to crush
3348 λιμήν harbor
3349 λίμνη lake
3350 λιμός hunger
3351 λίνον linen
3352 Λίνος Linus
3353 λιπαρός costly
3354 λίτρα pound
3355 λίψ southwest
3356 λογεία collection
3357 λογίζομαι to credit
3358 λογικός spiritual
3359 λόγιον words
3360 λόγιος learned
3361 λογισμός thought
3362 λογομαχέω to quarrel about words
3363 λογομαχία quarrel about words
3364 λόγος word
3365 λόγχη spear
3366 λοιδορέω to insult
3367 λοιδορία insult
3368 λοίδορος slanderer
3369 λοιμός pestilence
3370 λοιπός remaining
3371 Λουκᾶς Luke
3372 Λούκιος Lucius
3373 λουτρόν washing
3374 λούω to wash
3375 Λύδδα Lydda
3376 Λυδία Lydia
3377 Λυκαονία Lycaonia
3378 Λυκαονιστί in Lycaonian
3379 Λυκία Lycia
3380 λύκος wolf
3381 λυμαίνω to destroy
3382 λυπέω to cause sorrow
3383 λύπη sorrow
3384 Λυσανίας Lysanias
3385 Λυσίας Lysias
3386 λύσις divorce
3387 λυσιτελέω to be advantageous
3388 Λύστρα Lystra
3389 λύτρον ransom
3390 λυτρόω to redeem
3391 λύτρωσις redemption
3392 λυτρωτής deliverer
3393 λυχνία lampstand
3394 λύχνος lamp
3395 λύω to loose
3396 Λωίς Lois
3397 Λώτ Lot
3399 Μάαθ Maath
3400 Μαγαδάν Magadan
3401 Μαγδαλά Magdala
3402 Μαγδαληνή Magdalene
3403 Μαγε(δ)δών Megiddo
3404 μαγεία magic
3405 μαγεύω to practice sorcery
3407 μάγος sorcerer
3408 Μαγώγ Magog
3409 Μαδιάμ Midian
3410 μαζός breast
3411 μαθητεύω to teach
3412 μαθητής disciple
3413 μαθήτρια disciple
3414 Μαθθαῖος Matthew
3415 Μαθθάτ Matthat
3416 Μαθθίας Matthias
3417 Μαθουσάλα Methuselah
3418 Μαϊνάν Mainan
3419 μαίνομαι to rave
3420 μακαρίζω to call blessed
3421 μακάριος blessed
3422 μακαρισμός blessedness
3423 Μακεδονία Macedonia
3424 Μακεδών Macedonian
3425 μάκελλον meat market
3426 μακράν far away
3427 μακρόθεν from a distance
3428 μακροθυμέω to have patience
3429 μακροθυμία patience
3430 μακροθύμως patiently
3431 μακρός lengthy
3432 μακροχρόνιος long-lived
3433 μαλακία sickness
3434 μαλακός fine
3435 Μαλελεήλ Mahalalel
3436 μάλιστα especially
3437 μᾶλλον more
3438 Μάλχος Malchus
3439 μάμμη grandmother
3440 μαμωνᾶς wealth
3441 Μαναήν Manaen
3442 Μανασσῆς Manasseh
3443 μανθάνω to learn
3444 μανία insanity
3445 μάννα manna
3446 μαντεύομαι to fortune-tell
3447 μαραίνω to fade away
3448 μαράνα θά maranatha
3449 μαργαρίτης pearl
3450 Μάρθα Martha
3451 Μαρία Mary
3452 Μαριάμ Mary
3453 Μᾶρκος Mark
3454 μάρμαρος marble
3455 μαρτυρέω to testify
3456 μαρτυρία testimony
3457 μαρτύριον testimony
3458 μαρτύρομαι to testify
3459 μάρτυς witness
3460 μασάομαι to gnaw
3461 μασθός breast
3463 μαστιγόω to flog
3464 μαστίζω to flog
3465 μάστιξ flogging device
3466 μαστός breast
3467 ματαιολογία meaningless talk
3468 ματαιολόγος idle talker
3469 μάταιος worthless
3470 ματαιότης emptiness
3471 ματαιόω to become futile
3472 μάτην in vain
3473 Ματθαῖος Matthew
3474 Ματθάν Matthan
3475 Ματθάτ Mathat
3476 Ματθίας Matthias
3477 Ματταθά Mattatha
3478 Ματταθίας Mattathias
3479 μάχαιρα sword
3480 μάχη quarrel
3481 μάχομαι to fight
3482 μεγαλαυχέω to become proud
3483 μεγαλεῖος wonders
3484 μεγαλειότης majesty
3485 μεγαλοπρεπής majestic
3486 μεγαλύνω to glorify
3487 μεγάλως greatly
3488 μεγαλωσύνη majesty
3489 μέγας great
3490 μέγεθος greatness
3491 μεγιστάν great man
3492 μέγιστος very great
3493 μεθερμηνεύω to translate
3494 μέθη drunkenness
3496 μεθίστημι to move
3497 μεθοδεία scheming
3498 μεθόριον boundary
3499 μεθύσκω to be drunk
3500 μέθυσος drunkard
3501 μεθύω to get drunk
3502 μείγνυμι to mix
3504 μειζότερος greater
3505 μείζων greater
3506 μέλας the color black
3507 Μελεά Melea
3508 μέλει it is a care
3509 μελετάω to plot
3510 μέλι honey
3513 μελίσσιος honeycomb
3514 Μελίτη Malta
3516 μέλλω to be about to
3517 μέλος part
3518 Μελχί Melki
3519 Μελχισέδεκ Melchizedek
3521 μεμβράνα parchment
3522 μέμφομαι to find fault with
3523 μεμψίμοιρος fault-finding
3524 μέμψις a reason for complaint
3525 μέν often untranslated
3527 Μεννά Menna
3528 μενοῦν rather
3529 μενοῦνγε rather
3530 μέντοι but
3531 μένω to stay
3532 μερίζω to give
3533 μέριμνα worry
3534 μεριμνάω to worry
3535 μερίς district
3536 μερισμός dividing
3537 μεριστής arbiter
3538 μέρος part
3539 μεσάζω to be in the middle
3540 μεσημβρία noon
3541 μεσιτεύω to confirm
3542 μεσίτης mediator
3543 μεσονύκτιον midnight
3544 Μεσοποταμία Mesopotamia
3545 μέσος middle
3546 μεσότοιχον dividing wall
3547 μεσουράνημα midair
3548 μεσόω to be halfway through
3549 Μεσσίας Messiah
3550 μεστός full
3551 μεστόω to be filled
3552 μετά with
3553 μεταβαίνω to go on
3554 μεταβάλλω to change one's mind
3555 μετάγω to turn
3556 μεταδίδωμι to impart
3557 μετάθεσις removal
3558 μεταίρω to move on
3559 μετακαλέω to send for
3560 μετακινέω to be moved
3561 μεταλαμβάνω to share in
3562 μετάλημψις receiving
3563 μεταλλάσσω to exchange
3564 μεταμέλομαι to regret
3565 μεταμορφόω to be transformed
3566 μετανοέω to repent
3567 μετάνοια change of mind
3568 μεταξύ between
3569 μεταπέμπω to summon
3570 μεταστρέφω to pervert
3571 μετασχηματίζω to transform
3572 μετατίθημι to change
3573 μετατρέπω to be changed
3574 μεταφυτεύω to transplant
3575 μετέπειτα afterward
3576 μετέχω to share in
3577 μετεωρίζομαι to worry about
3578 μετοικεσία exile
3579 μετοικίζω to send to another place
3580 μετοχή something in common
3581 μέτοχος sharing in
3582 μετρέω to measure
3583 μετρητής measure
3584 μετριοπαθέω to deal gently
3585 μετρίως not greatly
3586 μέτρον measure
3587 μέτωπον forehead
3588 μέχρι until
3589 μέχρις until
3590 μή no
3591 μήγε not
3592 μηδαμῶς surely not
3593 μηδέ nor
3594 μηδείς no one
3595 μηδέποτε never
3596 μηδέπω not yet
3597 Μῆδος Mede
3600 μηκέτι no longer
3601 μῆκος length
3602 μηκύνω to grow
3603 μηλωτή sheepskin
3604 μήν month
3605 μήν surely
3606 μηνύω to inform
3607 μήποτε never
3608 μήπου lest
3609 μήπω not yet
3610 μήπως so that...somehow
3611 μηρός thigh
3612 μήτε and not
3613 μήτηρ mother
3614 μήτι often not translated
3615 μήτιγε how much more
3616 μήτρα womb
3617 μητραλῴας one who kills a mother
3618 μητρολῴας one who kills a mother
3619 μητρόπολις capital city
3620 μιαίνω to pollute
3621 μίασμα corruption
3622 μιασμός corruption
3623 μίγμα mixture
3624 μίγνυμι to mix
3625 μικρός little
3626 Μίλητος Miletus
3627 μίλιον a Roman mile
3628 μιμέομαι to imitate
3629 μιμητής imitator
3630 μιμνῄσκομαι to remember
3631 μισέω to hate
3632 μισθαποδοσία reward
3633 μισθαποδότης rewarder
3634 μίσθιος hired worker
3635 μισθός wage
3636 μισθόω to hire
3637 μίσθωμα rented house
3638 μισθωτός hired worker
3639 Μιτυλήνη Mitylene
3640 Μιχαήλ Michael
3641 μνᾶ mina
3642 μνάομαι be engaged
3643 Μνάσων Mnason
3644 μνεία remembrance
3645 μνῆμα tomb
3646 μνημεῖον tomb
3647 μνήμη remembrance
3648 μνημονεύω to remember
3649 μνημόσυνον memory
3650 μνηστεύω to be pledged to marriage
3651 μογγιλάλος pertaining to speaking in a hoarse or weak voice
3652 μογιλάλος hardly able to talk
3653 μόγις scarcely ever
3654 μόδιος large bowl
3655 μοιχαλίς adulteress
3656 μοιχάω to commit adultery
3657 μοιχεία adultery
3658 μοιχεύω to commit adultery
3659 μοιχός adulterer
3660 μόλις with difficulty
3661 Μολόχ Molech
3662 μολύνω to defile
3663 μολυσμός contamination
3664 μομφή grievance
3665 μονή room
3666 μονογενής one and only
3667 μόνον only
3668 μόνος only
3669 μονόφθαλμος one-eyed
3670 μονόω to be left alone
3671 μορφή form
3672 μορφόω to be formed
3673 μόρφωσις embodiment
3674 μοσχοποιέω to make an idol in the shape of a calf
3675 μόσχος calf
3676 μουσικός musician
3677 μόχθος toil
3678 μυελός marrow
3679 μυέω to learn a secret
3680 μῦθος myth
3681 μυκάομαι to roar
3682 μυκτηρίζω to be mocked
3683 μυλικός of a mill
3684 μύλινος belonging to a mill
3685 μύλος hand mill for grinding
3686 μυλών millhouse
3687 μυλωνικός pertaining to the millhouse
3688 Μύρα Myra
3689 μυριάς myriad
3690 μυρίζω to pour perfume
3691 μύριοι ten thousand
3692 μυρίος innumerable
3693 μύρον perfume
3695 Μυσία Mysia
3696 μυστήριον mystery
3697 μυωπάζω to be nearsighted
3698 μώλωψ wound
3699 μωμάομαι to criticize
3700 μῶμος blemish
3701 μωραίνω to make foolish
3702 μωρία foolishness
3703 μωρολογία foolish talk
3704 μωρός foolish
3705 Μωσεώς Moses
3706 Μωσῆς Moses
3707 Μωϋσῆς Moses
3709 Ναασσών Nahshon
3710 Ναγγαί Naggai
3711 Ναζαρά Nazareth
3714 Ναζαρέθ Nazareth
3715 Ναζαρέτ Nazareth
3716 Ναζαρηνός of Nazareth
3717 Ναζωραῖος Nazarene
3718 Ναθάμ Nathan
3720 Ναθαναήλ Nathanael
3721 ναί yes
3722 Ναιμάν Naaman
3723 Ναίν Nain
3724 ναός temple
3725 Ναούμ Nahum
3726 νάρδος nard
3727 Νάρκισσος Narcissus
3728 ναυαγέω to be shipwrecked
3729 ναύκληρος ship owner
3730 ναῦς ship
3731 ναύτης sailor
3732 Ναχώρ Nahor
3733 νεανίας young man
3734 νεανίσκος young man
3735 Νέα πόλις Neapolis
3737 Νεεμάν Naaman
3738 νεκρός dead
3739 νεκρόω to put to death
3740 νέκρωσις death
3741 νεομηνία New Moon Celebration
3742 νέος new
3743 νεοσσός the young
3744 νεότης youth
3745 νεόφυτος newly converted
3746 Νέρων Nero
3747 Νεύης Neues
3748 νεύω to motion
3749 νεφέλη cloud
3750 Νεφθαλίμ Naphtali
3751 νέφος cloud
3752 νεφρός mind
3753 νεωκόρος guardian of the temple
3754 νεωτερικός youthful
3755 νή as surely as
3756 νήθω to spin
3757 νηπιάζω to be a child
3758 νήπιος child
3759 Νηρεύς Nereus
3760 Νηρί Neri
3761 νησίον small island
3762 νῆσος island
3763 νηστεία fasting
3764 νηστεύω to fast
3765 νῆστις hungry
3766 νηφαλέος temperate
3767 νηφάλιος temperate
3768 νήφω to be self-controlled
3769 Νίγερ Niger
3770 Νικάνωρ Nicanor
3771 νικάω to overcome
3772 νίκη victory
3773 Νικόδημος Nicodemus
3774 Νικολαίτης Nicolaitan
3775 Νικόλαος Nicolas
3776 Νικόπολις Nicopolis
3777 νῖκος victory
3778 Νινευή Nineveh
3779 Νινευΐ Nineveh
3780 Νινευίτης Ninevite
3781 νιπτήρ basin for washing
3782 νίπτω to wash
3783 νοέω to understand
3784 νόημα thought
3785 νόθος illegitimate
3786 νομή pasture
3787 νομίζω to think
3788 νομικός expert in the law
3789 νομίμως properly
3790 νόμισμα coin
3791 νομοδιδάσκαλος teacher of the law
3792 νομοθεσία law
3793 νομοθετέω to be given law
3794 νομοθέτης lawgiver
3795 νόμος law
3796 νοσέω to be unhealthy
3797 νόσημα disease
3798 νόσος disease
3799 νοσσιά chick
3800 νοσσίον young
3801 νοσσός young
3802 νοσφίζω to hold back for oneself
3803 νότος south
3804 νουθεσία warning
3805 νουθετέω to warn
3806 νουμηνία New Moon Celebration
3807 νουνεχῶς wisely
3808 νοῦς mind
3809 Νύμφα Nympha
3811 νύμφη bride
3812 νυμφίος bridegroom
3813 νυμφών bridegroom
3814 νῦν now
3815 νυνί now
3816 νύξ night
3817 νύσσω to pierce
3818 νυστάζω to become drowsy
3819 νυχθήμερον a night and a day
3820 Νῶε Noah
3821 νωθρός slow to learn
3822 νῶτος back
3824 ξαίνω to comb
3825 χενία place to stay
3826 χενίζω to receive a guest
3827 χενοδοχέω to show hospitality
3828 χένος strange
3829 χέστης pitcher
3830 χηραίνω to wither
3831 χηρός dried up
3832 χύλινος made of wood
3833 χύλον wood
3834 χυράω to have one's hair shaved
3836 ὁ the
3837 ὀγδοήκοντα eighty
3838 ὄγδοος eighth
3839 ὄγκος hinderance
3840 ὅδε this
3841 ὁδεύω to travel
3842 ὁδηγέω to lead
3843 ὁδηγός guide
3844 ὁδοιπορέω to be on a journey
3845 ὁδοιπορία journey
3847 ὁδός road
3848 ὀδούς tooth
3849 ὀδυνάω to grieve
3850 ὀδύνη anguish
3851 ὀδυρμός deep sorrow
3852 Ὀζίας Uzziah
3853 ὄζω to give off a bad odor
3854 ὅθεν from where
3855 ὀθόνη linen sheet
3856 ὀθόνιον strips of linen
3857 οἶδα to know
3858 οἰκεῖος belonging to the household
3859 οἰκετεία servant in a household
3860 οἰκέτης house servant
3861 οἰκέω to live
3862 οἴκημα cell
3863 οἰκητήριον dwelling
3864 οἰκία house
3865 οἰκιακός member of a household
3866 οἰκοδεσποτέω to manage one's home
3867 οἰκοδεσπότης head of the house
3868 οἰκοδομέω to build
3869 οἰκοδομή building
3870 οἰκοδομία edification
3871 οἰκοδόμος builder
3872 οἰκονομέω to manage
3873 οἰκονομία management
3874 οἰκονόμος manager
3875 οἶκος house
3876 οἰκουμένη the world
3877 οἰκουργός busy at home
3878 οἰκουρός staying at home
3879 οἰκτείρω to have compassion on
3880 οἰκτιρμός compassion
3881 οἰκτίρμων merciful
3882 οἰκτίρω to have compassion on
3883 οἶμαι to think
3884 οἰνοπότης drunkard
3885 οἶνος wine
3886 οἰνοφλυγία drunkenness
3887 οἴομαι to suppose
3888 οἱος what sort of
3890 ὀκνέω to delay
3891 ὀκνηρός lazy
3892 ὀκταήμερος eighth day
3893 ὀκτώ eight
3896 ὀ;λέθριος deadly
3897 ὄλεθρος destruction
3898 ὀλιγοπιστία littleness of faith
3899 ὀλιγόπιστος of little faith
3900 ὀλίγος little
3901 ὀλιγόψυχος timid
3902 ὀλιγωρέω to make light of
3903 ὀλίγως scarcely
3904 ὀλοθρευτής destroyer
3905 ὀλοθρεύω to destroy
3906 ὁλοκαύτωμα burnt offering
3907 ὁλοκληρία completeness
3908 ὁλόκληρος whole
3909 ὀλολύζω to wail
3910 ὅλος all
3911 ὁλοτελής through and through
3912 Ὀλυμπᾶς Olympas
3913 ὄλυνθος late fig
3914 ὅλως completely
3915 ὄμβρος rainstorm
3916 ὁμείρομαι to love
3917 ὁμιλέω to talk
3918 ὁμιλία company
3919 ὅμιλος crowd
3920 ὁμίχλη mist
3921 ὄμμα eye
3922 ὄμνυμι to swear
3923 ὀμνύω to declare an oath
3924 ὁμοθυμαδόν united
3925 ὁμοιάζω to be like
3926 ὁμοιοπαθής like
3927 ὅμοιος like
3928 ὁμοιότης similarity
3929 ὁμοιόω to make like
3930 ὁμοίωμα likeness
3931 ὁμοίως likewise
3932 ὁμοίωσις likeness
3933 ὁμολογέω to confess
3934 ὁμολογία confession
3935 ὁμολογουμένως beyond all question
3936 ὁμόσε together
3937 ὁμότεχνος of the same trade
3938 ὁμοῦ together
3939 ὁμόφρων living in harmony with
3940 ὅμως just as
3941 ὄναρ dream
3942 ὀνάριον young donkey
3943 ὀνειδίζω to heap insults on
3944 ὀνειδισμός disgrace
3945 ὄνειδος disgrace
3946 Ὀνήσιμος Onesimus
3947 Ὀνησίφορος Onesiphorus
3948 ὀνικός millstone worked by a donkey
3949 ὀνίνημι to have benefit
3950 ὄνομα name
3951 ὀνομάζω to give a name
3952 ὄνος donkey
3953 ὄντως really
3954 ὄξος wine vinegar
3955 ὀξύς sharp
3956 ὀπή hole
3957 ὄπισθεν from behind
3958 ὀπίσω behind
3959 ὁπλίζω to arm oneself with
3960 ὅπλον instrument
3961 ὁποῖος what kind of
3962 ὁπότε when
3963 ὅπου where
3964 ὀπτάνομαι to appear
3965 ὀπτασία vision
3966 ὀπτός broiled
3967 ὀπώρα fruit
3968 ὅπως that
3969 ὅραμα vision
3970 ὅρασις appearance
3971 ὁρατός things seen
3972 ὁράω to see
3973 ὀργή wrath
3974 ὀργίζω to be angry
3975 ὀργίλος quick-tempered
3976 ὀργυιά fathom
3977 ὀρέγω to set one's heart on
3978 ὀρεινός hilly
3979 ὄρεξις lust
3980 ὀρθοποδέω to act in line with
3981 ὀρθός straight
3982 ὀρθοτομέω to handle correctly
3983 ὀρθρίζω to get up early in the morning
3984 ὀρθρινός early in the morning
3985 ὄρθριος early in the morning
3986 ὄρθρος dawn
3987 ὀρθῶς correctly
3988 ὁρίζω to determine
3990 ὅριον region
3991 ὁρκίζω to command
3992 ὅρκος oath
3993 ὁρκωμοσία oath
3994 ὁρμάω to rush
3995 ὁρμή plot
3996 ὅρμημα sudden violence
3997 ὄρνεον bird
3998 ὄρνις hen
3999 ὁροθεσία exact place
4001 ὄρος hill
4002 ὀρύσσω to dig up
4003 ὀρφανός orphan
4004 ὀρχέομαι to dance
4005 ὅς who
4006 ὁσάκις as often as
4008 ὅσιος holy
4009 ὁσιότης holiness
4010 ὁσίως piously
4011 ὀσμή fragrance
4012 ὅσος how great
4013 ὅσπερ whosoever
4014 ὀστέον bone
4015 ὅστις who
4016 ὀστοῦν bone
4017 ὀστράκινος made of clay
4018 ὄσφρησις sense of smell
4019 ὀσφῦς waist
4020 ὅταν when
4021 ὅτε when
4022 ὅτι that
4023 οὗ where
4024 οὐ no
4025 οὐά so!
4026 οὐαί woe!
4027 οὐδαμῶς by no means
4028 οὐδέ and not
4029 οὐδείς no one
4030 οὐδέποτε never
4031 οὐδέπω not yet
4032 οὐθείς no one
4033 οὐκέτι no longer
4034 οὐκοῦν so
4036 οὖν therefore
4037 οὔπω not yet
4038 οὐρά tail
4039 οὐράνιος heavenly
4040 οὐρανόθεν from heaven
4041 οὐρανός sky
4042 Οὐρβανός Urbanus
4043 Οὐρίας Uriah
4044 οὖς ear
4045 οὐσία wealth
4046 οὔτε and not
4047 οὗτος this
4048 οὕτως in this way
4049 οὐχί not
4050 ὀφειλέτης debtor
4051 ὀφειλή debt
4052 ὀφείλημα debt
4053 ὀφείλω to owe
4054 ὄφελον How I wish! How I hope!
4055 ὄφελος good
4056 ὀφθαλμοδουλία eye-service
4057 ὀφθαλμός eye
4058 ὄφις snake
4059 ὀφρῦς eyebrow
4060 ὀχετός drain
4061 ὀχλέω to be tormented
4062 ὀχλοποιέω to form a mob
4063 ὄχλος crowd
4064 Ὀχοζίας Ahaziah
4065 ὀχύρωμα stronghold
4066 ὀψάριον fish
4067 ὀψέ in the evening
4068 ὀψία evening
4069 ὄψιμος late
4070 ὄψιος late
4071 ὄψις face
4072 ὀψώνιον pay
4074 παγιδεύω to trap
4075 παγίς trap
4076 πάγος hill
4077 πάθημα suffering
4078 παθητός subject to suffering
4079 πάθος lust
4080 παιδαγωγός guardian
4081 παιδάριον little boy
4082 παιδεία discipline
4083 παιδευτής instructor
4084 παιδεύω instruct
4085 παιδιόθεν from childhood
4086 παιδίον child
4087 παιδίσκη female servant
4088 παιδόθεν from childhood
4089 παίζω to indulge in revelry
4090 παῖς boy
4091 παίω to strike
4092 Πακατιανός Pacatian
4093 πάλαι long ago
4094 παλαιός old
4095 παλαιότης the old way
4096 παλαιόω to make obsolete
4097 πάλη struggle
4098 παλιγγενεσία renewal
4099 πάλιν again
4101 παμπληθεί with one voice
4102 πάμπολυς very great
4103 Παμφυλία Pamphylia
4106 πανδοχεῖον inn
4107 πανδοχεύς innkeeper
4108 πανήγυρις joyful assembly
4109 πανοικεί with one's whole family
4110 πανοπλία full armor
4111 πανουργία cunning
4112 πανοῦργος crafty
4114 πανταχῇ everywhere
4115 πανταχόθεν from every direction
4116 πανταχοῦ everywhere
4117 παντελής complete
4118 πάντῃ in every way
4119 πάντοθεν from all directions
4120 παντοκράτωρ Almighty
4121 πάντοτε always
4122 πάντως surely
4123 παρά from
4124 παραβαίνω to break
4125 παραβάλλω to come near
4126 παράβασις transgression
4127 παραβάτης lawbreaker
4128 παραβιάζομαι to urge strongly
4129 παραβολεύομαι to risk
4130 παραβολή parable
4131 παραβουλεύομαι to be careless
4132 παραγγελία order
4133 παραγγέλλω to order
4134 παραγίνομαι to come
4135 παράγω to pass by
4136 παραδειγματίζω to subject to public disgrace
4137 παράδεισος paradise
4138 παραδέχομαι to accept
4139 παραδιατριβή useless occupation
4140 παραδίδωμι to hand over
4141 παράδοξος remarkable
4142 παράδοσις tradition
4143 παραζηλόω to make envious
4144 παραθαλάσσιος by the lake
4145 παραθεωρέω to be overlooked
4146 παραθήκη deposit
4147 παραινέω to warn
4148 παραιτέομαι to request
4149 παρακαθέζομαι to sit beside
4150 παρακαθίζω to sit down beside
4151 παρακαλέω to ask
4152 παρακαλύπτω to be hidden
4153 παρακαταθήκη deposit
4154 παράκειμαι to be present
4155 παράκλησις encouragement
4156 παράκλητος counselor
4157 παρακοή disobedience
4158 παρακολουθέω to follow
4159 παρακούω to refuse to listen
4160 παρακύπτω to bend over
4161 παραλαμβάνω to take with
4162 παραλέγομαι to sail past
4163 παράλιος by the sea
4164 παραλλαγή change
4165 παραλογίζομαι to deceive
4166 παραλυτικός paralytic
4168 παραλύω to be paralyzed
4169 παραμένω to continue
4170 παραμυθέομαι to comfort
4171 παραμυθία comfort
4172 παραμύθιον comfort
4174 παρανομέω to violate the law
4175 παρανομία wrongdoing
4176 παραπικραίνω to rebel
4177 παραπικρασμός rebellion
4178 παραπίπτω to fall away
4179 παραπλέω to sail past
4180 παραπλήσιος almost
4181 παραπλησίως in just the same way
4182 παραπορεύομαι to pass by
4183 παράπτωμα trespass
4184 παραρρέω to drift away
4185 παράσημος distinguished
4186 παρασκευάζω to prepare
4187 παρασκευή Preparation Day
4188 παραστάτις supporter
4189 παρατείνω to keep on
4190 παρατηρέω to watch closely
4191 παρατήρησις careful observation
4192 παρατίθημι to set before
4193 παρατυγχάνω to happen to be there
4194 παραυτίκα momentary
4195 παραφέρω to take away
4196 παραφρονέω to be out of one's mind
4197 παραφρονία madness
4198 παραφροσύνη madness
4199 παραχειμάζω to spend the winter
4200 παραχειμασία spending the winter
4201 παραχράομαι to misuse
4202 παραχρῆμα immediately
4203 πάρδαλις leopard
4204 παρεδρεύω to serve regularly
4205 πάρειμι to be present
4206 παρεισάγω to bring in secretly
4207 παρείσακτος brought in secretly
4208 παρεισδύω to slip in secretly
4209 παρεισέρχομαι to come in
4210 παρεισφέρω to do one's best
4211 παρεκτός besides
4212 παρεμβάλλω to build
4213 παρεμβολή camp
4214 παρενοχλέω to make difficult
4215 παρεπίδημος stranger
4216 παρέρχομαι to go by
4217 πάρεσις leaving unpunished
4218 παρέχω to present
4219 παρηγορία comfort
4220 παρθενία virginity
4221 παρθένος virgin
4222 Πάρθοι Parthian
4223 παρίημι to leave undone
4224 παριστάνω to place beside
4225 παρίστημι to place beside
4226 Παρμενᾶς Parmenas
4227 πάροδος passing by
4228 παροικέω to live as a stranger
4229 παροικία residence as a stranger
4230 πάροικος strange
4231 παροιμία figure of speech
4232 πάροινος drunken
4233 παροίχομαι to pass by
4234 παρομοιάζω to be like
4235 παρόμοιος like
4236 παροξύνω to be greatly distressed
4237 παροξυσμός sharp disagreement
4239 παροργίζω to anger
4240 παροργισμός anger
4241 παροτρύνω to incite
4242 παρουσία presence
4243 παροψίς dish
4244 παρρησία boldness
4245 παρρησιάζομαι to speak boldly
4246 πᾶς all
4247 πάσχα Passover
4248 πάσχω to experience
4249 Πάταρα Patara
4250 πατάσσω to hit
4251 πατέω to trample on
4252 πατήρ father
4253 Πάτμος Patmos
4254 πατραλῴας one who kills one's father
4255 πατριά family
4256 πατριάρχης patriarch
4257 πατρικός paternal
4258 πατρίς hometown
4259 Πατροβᾶς Patrobas
4260 πατρολῴας one who kills one's father
4261 πατροπαράδοτος handed down from forefathers
4262 πατρῷος ancestral
4263 Παῦλος Paul
4264 παύω to cause to stop
4265 Πάφος Paphos
4266 παχύνω to become calloused of heart
4267 πέδη foot shackle
4268 πεδινός level
4269 πεζεύω to go on foot
4270 πεζῇ on foot
4271 πεζός on foot
4272 πειθαρχέω to obey
4273 πειθός persuasive
4275 πείθω to convince
4277 πεινάω to be hungry
4278 πεῖρα to try to do
4279 πειράζω to test
4280 πειρασμός test
4281 πειράω to try
4282 πεισμονή persuasion
4283 πέλαγος open sea
4284 πελεκίζω to behead
4286 πέμπτος fifth
4287 πέμπω to send
4288 πένης poor
4289 πενθερά mother-in-law
4290 πενθερός father-in-law
4291 πενθέω to mourn
4292 πένθος mourning
4293 πενιχρός poor
4294 πεντάκις five times
4295 πεντακισχίλιοι five thousand
4296 πεντακόσιοι five hundred
4297 πέντε five
4298 πεντεκαιδέκατος fifteenth
4299 πεντήκοντα fifty
4300 πεντηκοστή Pentecost
4301 πεποίθησις confidence
4302 περ [an affix]
4303 Πέραια Peraea
4304 περαιτέρω further
4305 πέραν on the other side
4306 πέρας end
4307 Πέργαμος Pergamum
4308 Πέργη Perga
4309 περί about
4310 περιάγω to take
4311 περιαιρέω to take away
4312 περιάπτω to kindle
4313 περιαστράπτω to flash around
4314 περιβάλλω to dress
4315 περιβλέπω to look around at
4316 περιβόλαιον covering
4317 περιδέω to wrap around
4318 περιεργάζομαι to be a busybody
4319 περίεργος meddlesome
4320 περιέρχομαι to go around
4321 περιέχω to seize
4322 περιζώννυμι to buckle a belt around
4323 περιζωννύω to buckle a belt around
4324 περίθεσις wearing
4325 περιίστημι to stand around
4326 περικάθαρμα scum
4327 περικαθίζω to sit around
4328 περικαλύπτω to blindfold
4329 περίκειμαι to surround
4330 περικεφαλαία helmet
4331 περικρατής secure
4332 περικρύβω to seclude oneself
4333 περικυκλόω to encircle
4334 περιλάμπω to shine around
4335 περιλείπομαι to be left
4337 περίλυπος overwhelmingly sorrowful
4338 περιμένω to wait for
4339 πέριξ around
4340 περιοικέω to live in a neighborhood
4341 περίοικος neighboring
4342 περιούσιος one's very own
4343 περιοχή passage
4344 περιπατέω to walk
4345 περιπείρω to pierce
4346 περιπίπτω to fall into the hands of
4347 περιποιέω to keep
4348 περιποίησις possession
4351 περιρήγνυμι to strip off
4352 περισπάω to be distracted
4353 περισσεία abundance
4354 περίσσευμα overflow
4355 περισσεύω to have abundance
4356 περισσός exceeding
4358 περισσότερος more than
4359 περισσοτέρως more
4360 περισσῶς even more
4361 περιστερά dove
4362 περιτέμνω to circumcise
4363 περιτίθημι to put on
4364 περιτομή circumcision
4365 περιτρέπω to drive
4366 περιτρέχω to run throughout
4367 περιφέρω to carry
4368 περιφρονέω to despise
4369 περίχωρος neighboring
4370 περίψημα refuse
4371 περπερεύομαι to boast
4372 Περσίς Persis
4373 πέρυσι from last year
4374 πετεινόν bird
4375 πέτομαι to fly
4376 πέτρα rock
4377 Πέτρος Peter
4378 πετρώδης rocky
4379 πήγανον rue
4380 πηγή spring
4381 πήγνυμι to set up
4382 πηδάλιον rudder
4383 πηλίκος how great
4384 πηλός mud
4385 πήρα traveler's bag
4386 πηρόω to disable
4387 πήρωσις nearsightedness
4388 πῆχυς cubit
4389 πιάζω to seize
4390 πιέζω to be pressed down
4391 πιθανολογία fine-sounding arguments
4392 πιθός persuasive
4393 πικραίνω to turn sour
4394 πικρία bitterness
4395 πικρός bitter
4396 πικρῶς bitterly
4397 Πιλᾶτος Pilate
4398 πίμπλημι to fill
4399 πίμπρημι to swell
4400 πινακίδιον writing tablet
4401 πινακίς writing tablet
4402 πίναξ platter
4403 πίνω to drink
4404 πιότης richness
4405 πιπράσκω to sell
4406 πίπτω to fall
4407 Πισιδία Pisidia
4408 Πισίδιος Pisidian
4409 πιστεύω to believe
4410 πιστικός pure
4411 πίστις faith
4412 πιστός faithful
4413 πιστόω to be convinced of
4414 πλανάω to lead astray
4415 πλάνη error
4417 πλανήτης wanderer
4418 πλάνος deceiving
4419 πλάξ stone tablet
4420 πλάσμα what is formed
4421 πλάσσω to form
4422 πλαστός made up
4423 πλατεῖα street
4424 πλάτος width
4425 πλατύνω to open wide
4426 πλατύς wide
4427 πλέγμα something woven
4428 πλέκω to twist together
4429 πλεονάζω to make increase
4430 πλεονεκτέω to exploit
4431 πλεονέκτης greedy person
4432 πλεονεξία greediness
4433 πλευρά side
4434 πλέω to travel by ship
4435 πληγή plague
4436 πλῆθος large number
4437 πληθύνω to increase
4438 πλήκτης violent man
4439 πλήμμυρα flood
4440 πλήν but
4441 πλήρης full
4442 πληροφορέω to fulfill
4443 πληροφορία full assurance
4444 πληρόω to fulfill
4445 πλήρωμα fullness
4446 πλησίον near
4447 πλησμονή indulgence
4448 πλήσσω to be struck
4449 πλοιάριον boat
4450 πλοῖον boat
4451 πλοκή braiding
4452 πλόος voyage
4453 πλοῦς voyage
4454 πλούσιος rich
4455 πλουσίως richly
4456 πλουτέω to be rich
4457 πλουτίζω to make rich
4458 πλοῦτος riches
4459 πλύνω to wash
4460 πνεῦμα wind
4461 πνευματικός spiritual
4462 πνευματικῶς spiritually
4463 πνέω to blow
4464 πνίγω to strangle
4465 πνικτός strangled
4466 πνοή wind
4468 ποδήρης reaching to the feet
4469 ποδινιπτήρ basin for washing feet
4470 πόθεν from where
4471 ποία grass
4472 ποιέω to do
4473 ποίημα what is made
4474 ποίησις doing
4475 ποιητής doer
4476 ποικίλος of various kinds
4477 ποιμαίνω to shepherd
4478 ποιμήν shepherd
4479 ποίμνη flock
4480 ποίμνιον flock
4481 ποῖος what?
4482 πολεμέω to fight
4483 πόλεμος war
4484 πόλις city
4485 πολιτάρχης city official
4486 πολιτεία citizenship
4487 πολίτευμα citizenship
4488 πολιτεύομαι to fulfill one's duty
4489 πολίτης citizen
4490 πολλάκις many times
4491 πολλαπλασίων many times as much
4492 πολυεύστλαγχνος rich in compassion
4493 πολύλαλος talkative
4494 πολυλογία speaking many words
4495 πολυμερῶς at many times
4496 πολυπλήθεια large crowd
4497 πολυποίκιλος manifold
4498 πολύς many
4499 πολύσπλαγχνος full of compassion
4500 πολυτελής expensive
4501 πολύτιμος expensive
4502 πολυτρόπως in various ways
4503 πόμα drink
4504 πονηρία evil
4505 πονηρός bad
4506 πόνος pain
4507 Ποντικός from Pontus
4508 Πόντιος Pontius
4509 Πόντος open sea
4510 πόντος Pontus
4511 Πόπλιος Publius
4512 πορεία journey
4513 πορεύω to come
4514 πορθέω to destroy
4516 πορισμός means of gain
4517 Πόρκιος Porcius
4518 πορνεία sexual immorality
4519 πορνεύω to commit sexual immorality of any kind
4520 πόρνη prostitute
4521 πόρνος one who is sexually immoral
4522 πόρρω far
4523 πόρρωθεν from a distance
4524 πορρωτέρω farther
4525 πορφύρα purple
4526 πορφύρεος purple
4527 πορφυρόπωλις dealer in purple cloth
4528 πορφυροῦς purple
4529 ποσάκις how many times?
4530 πόσις drinking
4531 πόσος how great?
4532 ποταμός river
4533 ποταμοφόρητος swept away by a torrential flow of a river
4534 ποταπός of what kind?
4535 ποταπῶς in what way
4536 πότε when? how long?
4537 ποτε once
4538 πότερον whether
4539 ποτήριον cup
4540 ποτίζω to give a drink
4541 Ποτίολοι Puteoli
4542 πότος carousing
4543 που somewhere
4544 ποῦ where?
4545 Πούδης Pudens
4546 πούς foot
4547 πρᾶγμα thing
4548 πραγματεία affairs
4549 πραγματεύομαι to put capital to work
4550 πραιτώριον Praetorium
4551 πράκτωρ officer
4552 πρᾶξις deed
4553 πρᾶος gentle
4554 πραότης gentleness
4555 πρασιά group
4556 πράσσω to do
4557 πραϋπάθεια gentleness
4558 πραύς gentle
4559 πραύτης gentleness
4560 πρέπω to be proper
4561 πρεσβεία delegation
4563 πρεσβεύω to be an ambassador
4564 πρεσβυτέριον council of the elders
4565 πρεσβύτερος older
4566 πρεσβύτης older man
4567 πρεσβῦτις older woman
4568 πρηνής headlong
4569 πρίζω to be sawn in two
4570 πρίν before
4571 Πρίσκα Prisca
4572 Πρίσκιλλα Priscilla
4574 πρό before
4575 προάγω to go on ahead
4576 προαιρέω to decide
4577 προαιτιάομαι to make a charge beforehand
4578 προακούω to hear about beforehand
4579 προαμαρτάνω to sin earlier
4580 προαύλιον entryway
4581 προβαίνω to go on
4582 προβάλλω to push to the front
4583 προβατικός the Sheep
4584 προβάτιον lamb
4585 πρόβατον sheep
4586 προβιβάζω to be prompted
4587 προβλέπω to plan
4588 προγίνομαι to commit beforehand
4589 προγινώσκω to know beforehand
4590 πρόγνωσις foreknowledge
4591 πρόγονος parents
4592 προγράφω to write beforehand
4593 πρόδηλος obvious
4594 προδίδωμι to give beforehand
4595 προδότης traitor
4596 πρόδρομος going before
4597 προεῖπον to foretell
4598 προελπίζω to be the first to hope
4599 προενάρχομαι to begin beforehand
4600 προεπαγγέλλω to promise beforehand
4601 προέρχομαι to go on ahead
4602 προετοιμάζω to prepare in advance
4603 προευαγγελίζομαι to announce the gospel in advance
4604 προέχω to be better off
4605 προηγέομαι to put above
4606 πρόθεσις setting forth
4607 προθεσμία set time
4608 προθυμία eagerness
4609 πρόθυμος willing
4610 προθύμως willingly
4611 πρόϊμος early
4613 προίστημι to manage
4614 προκαλέω to provoke
4615 προκαταγγέλλω to foretell
4616 προκαταρτίζω to arrange for in advance
4618 πρόκειμαι to be set before
4619 προκηρύσσω to preach beforehand
4620 προκοπή progress
4621 προκόπτω to go ahead
4622 πρόκριμα partiality
4623 προκυρόω to establish previously
4624 προλαμβάνω to take beforehand
4625 προλέγω to tell beforehand
4626 προμαρτύρομαι to predict
4627 προμελετάω to worry beforehand
4628 προμεριμνάω to worry beforehand
4629 προνοέω to provide for
4630 πρόνοια foresight
4632 προοράω to see previously
4633 προορίζω to predestine
4634 προπάσχω to suffer previously
4635 προπάτωρ forefather
4636 προπέμπω to accompany
4637 προπετής rash
4638 προπορεύομαι to go before
4639 πρός to
4640 προσάββατον day before the Sabbath
4641 προσαγορεύω to designate
4642 προσάγω to bring to
4643 προσαγωγή access
4644 προσαιτέω to beg
4645 προσαίτης beggar
4646 προσαναβαίνω to move up
4648 προσαναλίσκω to spend lavishly
4649 προσαναλόω to spend lavishly
4650 προσαναπληρόω to supply
4651 προσανατίθημι to add
4652 προσανέχω to rise up toward
4653 προσαπειλέω to threaten further
4654 προσαχέω to resound
4655 προσδαπανάω to spend extra
4656 προσδέομαι to need
4657 προσδέχομαι to receive
4658 προσδίδωμι to give
4659 προσδοκάω to look forward to
4660 προσδοκία anticipation
4661 προσεάω to allow to go farther
4662 προσεγγίζω to approach
4663 προσεδρεύω to serve
4664 προσεργάζομαι to earn more
4665 προσέρχομαι to come to
4666 προσευχή prayer
4667 προσεύχομαι to pray
4668 προσέχω to watch out
4669 προσηλόω to nail to
4670 προσήλυτος Gentile convert
4672 πρόσκαιρος lasting only for a short time
4673 προσκαλέω to call
4674 προσκαρτερέω to join
4675 προσκαρτέρησις perseverance
4676 προσκεφάλαιον cushion
4677 προσκληρόω to be joined with
4678 πρόσκλησις summons
4679 προσκλίνω to be rallied to
4680 πρόσκλισις favoritism
4681 προσκολλάω to be united to
4682 πρόσκομμα stumbling block
4683 προσκοπή stumbling block
4684 προσκόπτω to strike
4685 προσκυλίω to roll in front of
4686 προσκυνέω to worship
4687 προσκυνητής worshiper
4688 προσλαλέω to talk with
4689 προσλαμβάνω to take aside
4691 πρόσλημψις acceptance
4692 πρόσληψις acceptance
4693 προσμένω to be with
4694 προσορμίζω to be anchored
4695 προσοφείλω to owe
4696 προσοχθίζω to be angry
4697 προσπαίω to strike against
4698 πρόσπεινος hungry
4699 προσπήγνυμι to nail to
4700 προσπίπτω to fall down before
4701 προσποιέω to act as if
4702 προσπορεύομαι to come to
4703 προσρήγνυμι to strike upon
4704 προσρήσσω to strike upon
4705 προστάσσω to command
4706 προστάτις helper
4707 προστίθημι to add to
4708 προστρέχω to run up to
4709 προσφάγιον fish
4710 πρόσφατος new
4711 προσφάτως recently
4712 προσφέρω to bring to
4713 προσφιλής lovely
4714 προσφορά offering
4715 προσφωνέω to call out
4716 προσχαίρω to be glad
4717 πρόσχυσις sprinkling
4718 προσψαύω to touch
4719 προσωπολημπτέω to show favoritism
4720 προσωπολήμπτης one who shows favoritism
4721 προσωπολημψία favoritism
4722 προσωποληπτέω to show favoritism
4723 προσωπολήπτης one who shows favoritism
4724 προσωποληψία favoritism
4725 πρόσωπον face
4726 προτάσσω to determine beforehand
4727 προτείνω to stretch out
4728 πρότερος before
4729 προτίθημι to plan
4730 προτρέπω to encourage
4731 προτρέχω to run ahead
4732 προϋπάρχω to exist formerly
4733 πρόφασις excuse
4734 προφέρω to bring out
4735 προφητεία prophecy
4736 προφητεύω to prophesy
4737 προφήτης prophet
4738 προφητικός prophetic
4739 προφῆτις prophetess
4740 προφθάνω to anticipate
4741 προχειρίζω to choose
4742 προχειροτονέω to choose beforehand
4743 Πρόχορος Procorus
4744 πρύμνα stern
4745 πρωί early in the morning
4746 πρωία early morning
4747 πρώϊμος early
4748 πρωϊνός early
4749 πρῷρα bow
4750 πρωτεύω to be supreme
4751 πρωτοκαθεδρία most important seat
4752 πρωτοκλισία place of honor
4753 πρωτόμαρτυς first martyr
4754 πρῶτον first
4755 πρῶτος first
4756 πρωτοστάτης ringleader
4757 πρωτοτόκια inheritance rights
4758 πρωτότοκος firstborn
4759 πρώτως for the first time
4760 πταίω to stumble
4761 πτέρνα heel
4762 πτερύγιον highest point
4763 πτέρυξ wing
4764 πτηνός what is winged
4765 πτοέω to be startled
4766 πτόησις something alarming
4767 Πτολεμαίς Ptolemais
4768 πτύον winnowing fork
4769 πτύρω to be frightened
4770 πτύσμα saliva
4771 πτύσσω to roll up
4772 πτύω to spit
4773 πτῶμα dead body
4774 πτῶσις falling
4775 πτωχεία poverty
4776 πτωχεύω to be poor
4777 πτωχός poor
4778 πυγμή fist
4780 Πύθων spirit of divination
4781 πυκνός often
4782 πυκτεύω to fight with the fist
4783 πύλη gate
4784 πυλών gate
4785 πυνθάνομαι to ask
4786 πῦρ fire
4787 πυρά fire
4788 πύργος tower
4789 πυρέσσω to burn with a fever
4790 πυρετός fever
4791 πύρινος fiery red
4792 πυρόω to burn
4793 πυρράζω to be red
4794 πυρρός fiery red
4795 Πύρρος Pyrrhus
4796 πύρωσις burning
4797 πωλέω to sell
4798 πῶλος colt
4799 πώποτε ever
4800 πωρόω to harden
4801 πώρωσις hardening
4802 πῶς how? in what way?
4803 πως somehow
4805 Ῥαάβ Rahab
4806 ῥαββί Rabbi
4807 ῥαββονί Rabboni
4808 ῥαββουνί Rabboni
4810 ῥαβδίζω to beat with a rod
4811 ῥάβδος rod
4812 ῥαβδοῦχος officer
4814 Ῥαγαύ Reu
4815 ῥᾳδιούργημα crime
4816 ῥᾳδιουργία trickery
4817 ῥαίνω to be sprinkled
4818 Ῥαιφάν Rephan
4819 ῥακά Raca
4820 ῥάκος piece of cloth
4821 Ῥαμά Ramah
4822 ῥαντίζω to sprinkle
4823 ῥαντισμός sprinkling
4824 ῥαπίζω to strike
4825 ῥάπισμα slap
4827 ῥαφίς needle
4829 Ῥαχάβ Rahab
4830 Ῥαχήλ Rachel
4831 Ῥεβέκκα Rebekah
4832 ῥέδη carriage
4833 Ῥεμφάν Remphan
4835 ῥέω to flow
4836 Ῥήγιον Rhegium
4837 ῥῆγμα destruction
4838 ῥήγνυμι to burst
4839 ῥῆμα word
4840 Ῥησά Rhesa
4841 ῥήσσω to throw violently
4842 ῥήτωρ lawyer
4843 ῥητῶς clearly
4844 ῥίζα root
4845 ῥιζόω to be rooted
4846 ῥιπή twinkling
4847 ῥιπίζω to be tossed about
4848 ῥιπτέω to throw off
4849 ῥίπτω to throw
4850 Ῥοβοάμ Rehoboam
4851 Ῥόδη Rhoda
4852 Ῥόδος Rhodes
4853 ῥοιζηδόν with a roar
4854 Ῥομφά Rompha
4855 ῥομφαία sword
4856 ῥοπή downward movement
4857 Ῥουβήν Reuben
4858 Ῥούθ Ruth
4859 Ῥοῦφος Rufus
4860 ῥύμη street
4861 ῥύομαι to rescue
4862 ῥυπαίνω to be vile
4863 ῥυπαρεύω to be fouled
4864 ῥυπαρία filth
4865 ῥυπαρός shabby
4866 ῥύπος dirt
4867 ῥυπόω to defile
4868 ῥύσις flow
4869 ῥυτίς wrinkle
4870 Ῥωμαϊκός Roman
4871 Ῥωμαῖος Roman
4872 Ῥωμαϊστί in Latin
4873 Ῥώμη Rome
4874 ῥώννυμι to be strong
4876 σαβαχθάνι you have forsaken me
4877 Σαβαώθ Almighty of Hosts
4878 σαββατισμός Sabbath-rest
4879 σάββατον Sabbath
4880 σαγήνη dragnet
4881 Σαδδουκαῖος Sadducee
4882 Σαδώκ Zadok
4883 σαίνω to be unsettled
4884 σάκκος sackcloth
4885 Σαλά Sala
4886 Σαλαθιήλ Shealtiel
4887 Σαλαμίς Salamis
4888 σαλεύω to shake up
4889 Σαλήμ Salem
4890 Σαλίμ Salim
4891 Σαλμών Salmon
4892 Σαλμώνη Salmone
4893 σάλος tossing motion
4894 σάλπιγξ trumpet
4895 σαλπίζω to sound a trumpet
4896 σαλπιστής trumpeter
4897 Σαλώμη Salome
4898 Σαλωμών Solomon
4899 Σαμάρεια Samaria
4901 Σαμαρίτης Samaritan
4902 Σαμαρῖτις Samaritan
4903 Σαμοθρᾴκη Samothrace
4904 Σάμος Samos
4905 Σαμουήλ Samuel
4906 Σαμφουρειν Sepphoris
4907 Σαμψών Samson
4908 σανδάλιον sandal
4909 σανίς plank
4910 Σαούλ Saul
4911 σαπρός bad
4912 Σάπφιρα Sapphira
4913 σάπφιρος sapphire stone
4914 σαργάνη basket
4915 Σάρδεις Sardis
4916 σάρδινος carnelian
4917 σάρδιον carnelian
4918 σαρδόνυξ sardonyx
4919 Σάρεπτα Zarephath
4920 σαρκικός material
4921 σάρκινος fleshly
4922 σάρξ flesh
4923 Σαρούχ Serug
4924 σαρόω to sweep
4925 Σάρρα Sarah
4926 Σαρών Sharon
4927 Σατάν Satan
4928 Σατανᾶς Satan
4929 σάτον seah
4930 Σαῦλος Saul
4931 σβέννυμι to extinguish
4932 σεαυτοῦ yourself
4933 σεβάζομαι to worship
4934 σέβασμα object of worship
4935 σεβαστός revered
4936 σέβω to worship
4937 σειρά chain
4938 σειρός pit
4939 σεισμός earthquake
4940 σείω to cause to shake
4941 Σεκοῦνδος Secundus
4942 Σελεύκεια Seleucia
4943 σελήνη moon
4944 σεληνιάζομαι to have a seizure
4946 Σεμείν Semein
4947 σεμίδαλις finely ground flour
4948 σεμνός worthy of respect
4949 σεμνότης holiness
4950 Σέργιος Sergius
4952 Σερούχ Serug
4953 Σήθ Seth
4954 Σήμ Shem
4955 σημαίνω to make known
4956 σημεῖον sign
4957 σημειόω to take special note of
4958 σήμερον today
4960 σήπω to rot
4961 σηρικός silken
4962 σής moth
4963 σητόβρωτος moth-eaten
4964 σθενόω to strengthen
4965 σιαγών cheek
4966 σιαίνομαι to be disturbed
4967 σιγάω to be silent
4968 σιγή silence
4969 σιδήρεος made of iron
4970 σίδηρος iron
4971 σιδηροῦς made of iron
4972 Σιδών Sidon
4973 Σιδώνιος Sidonian
4974 σικάριος terrorist
4975 σίκερα fermented drink
4976 Σίλας Silas
4977 Σιλουανός Silas
4978 Σιλωάμ Siloam
4979 Σιμαίας Simaias
4980 σιμικίνθιον apron
4981 Σίμων Simon
4982 Σινά Sinai
4983 σίναπι mustard plant
4984 σινδών linen
4985 σινιάζω to sift
4986 σιρικός made of silk
4987 σιρός dungeon
4988 σιτευτός fattened
4989 σιτίον grain
4990 σιτιστός fattened
4991 σιτομέτριον measured allowance of food
4992 σῖτος wheat
4993 Σιχέμ Sychar
4994 Σιών Zion
4995 σιωπάω to be quiet
4996 σιωπῇ quietly
4997 σκανδαλίζω to cause to sin
4998 σκάνδαλον stumbling block
4999 σκάπτω to dig
5000 Σκαριώθ Scarioth
5002 σκάφη lifeboat
5003 σκέλος leg
5004 σκέπασμα clothing
5005 Σκευᾶς Sceva
5006 σκευή tackle
5007 σκεῦος possession
5008 σκηνή tabernacle
5009 σκηνοπηγία Tabernacles
5010 σκηνοποιός tentmaker
5011 σκῆνος tent
5012 σκηνόω to live
5013 σκήνωμα tent
5014 σκιά shadow
5015 σκιρτάω to leap
5016 σκληροκαρδία hardness of heart
5017 σκληρός hard
5018 σκληρότης hardness
5019 σκληροτράχηλος stiff-necked
5020 σκληρύνω to harden
5021 σκολιός crooked
5022 σκόλοψ thorn
5023 σκοπέω to watch out for
5024 σκοπός goal
5025 σκορπίζομαι to scatter
5026 σκορπίος scorpion
5027 σκοτεινός dark
5028 σκοτία darkness
5029 σκοτίζομαι to be dark
5030 σκότος darkness
5031 σκοτόω to be darkened
5032 σκύβαλον rubbish
5033 Σκύθης Scythian
5034 σκυθρωπός to look somber
5035 σκύλλω to bother
5036 σκῦλον spoils
5037 σκωληκόβρωτος eaten by worms
5038 σκώληξ worm
5039 σμαράγδινος emerald
5040 σμάραγδος emerald
5043 σμύρνα myrrh
5044 Σμύρνα Smyrna
5045 Σμυρναῖος Smyrnaean
5046 σμυρνίζω to mix with myrrh
5047 Σόδομα Sodom
5048 Σολομών Solomon
5049 σορός coffin
5050 σός your
5051 σουδάριον piece of cloth
5052 Σουσάννα Susanna
5053 σοφία wisdom
5054 σοφίζω to make wise
5055 σοφός wise
5056 Σπανία Spain
5057 σπαράσσω to convulse
5058 σπαργανόω to wrap
5059 σπαταλάω to live in pleasure
5060 σπάω to draw
5061 σπεῖρα company of soldiers
5062 σπείρω to sow seed
5063 σπεκουλάτωρ executioner
5064 σπένδω to be poured out like a drink offering
5065 σπέρμα seed
5066 σπερμολόγος babbler
5067 σπεύδω to hurry
5068 σπήλαιον den
5069 σπιλάς blemish
5070 σπίλος stain
5071 σπιλόω to corrupt
5072 σπλαγχνίζομαι to have compassion on
5073 σπλάγχνον inward parts
5074 σπόγγος sponge
5075 σποδός ashes
5076 σπορά seed
5077 σπόριμος what is sown
5078 σπόρος seed
5079 σπουδάζω to be eager
5080 σπουδαῖος zealous
5081 σπουδαίως earnestly
5082 σπουδή hurry
5083 σπυρίς basket
5084 στάδιον arena
5085 στάμνος jar
5086 στασιαστής insurrectionist
5087 στάσις continuance
5088 στατήρ four-drachma coin
5089 σταυρός cross
5090 σταυρόω to crucify
5091 σταφυλή grapes
5092 στάχυς head of grain
5093 Στάχυς Stachys
5094 στέγη roof
5095 στέγω to put up with
5096 στεῖρα barrenness
5097 στέλλω to avoid
5098 στέμμα wreath
5099 στεναγμός groan
5100 στενάζω to groan
5101 στενός narrow
5102 στενοχωρέω to be crushed
5103 στενοχωρία distress
5104 στερεός solid
5105 στερεόω to make strong
5106 στερέωμα firmness
5107 Στεφανᾶς Stephanas
5108 Στέφανος Stephen
5109 στέφανος woven crown
5110 στεφανόω to crown
5111 στῆθος chest
5112 στήκω to stand
5113 στηριγμός security
5114 στηρίζω to strengthen
5115 στιβάς leafy branch
5116 στίγμα mark
5117 στιγμή instant
5118 στίλβω to dazzle
5119 στοά covered colonnade
5120 στοιβάς leafy branch
5121 Στοϊκός Stoic
5122 στοιχεῖον principle
5123 στοιχέω to follow
5124 στολή robe
5125 στόμα mouth
5126 στόμαχος stomach
5127 στρατεία warfare
5128 στράτευμα army
5129 στρατεύομαι to serve as a soldier
5130 στρατηγός magistrate
5131 στρατιά host
5132 στρατιώτης soldier
5133 στρατολογέω to gather an army
5134 στρατοπεδάρχης military commander
5135 στρατοπέδαρχος military commander
5136 στρατόπεδον army
5137 στρεβλόω to distort
5138 στρέφω to turn
5139 στρηνιάω to live in luxury
5140 στρῆνος luxury
5141 στρουθίον sparrow
5142 στρώννυμι to spread out
5143 στρωννύω to spread out
5144 στυγητός hated
5145 στυγνάζω to be gloomy
5146 στῦλος pillar
5147 Στωϊκός Stoic
5148 σύ you
5149 συγγένεια family
5150 συγγενής family
5151 συγγενίς relative
5152 συγγνώμη concession
5153 συγκάθημαι to sit with
5154 συγκαθίζω to sit down together
5155 συγκακοπαθέω to suffer together with
5156 συγκακουχέομαι to be mistreated with
5157 συγκαλέω to call together
5158 συγκαλύπτω to conceal
5159 συγκάμπτω to be bent over
5160 συγκαταβαίνω to come
5161 συγκατάθεσις agreement
5162 συγκατανεύω to agree
5163 συγκατατίθημι to consent
5164 συγκαταψηφίζομαι to be added
5165 σύγκειμαι to recline together
5166 συγκεράννυμι to combine
5167 συγκινέω to stir up
5168 συγκλείω to catch
5169 συγκληρονόμος inheriting together
5170 συγκοινωνέω to share with
5171 συγκοινωνός sharer
5172 συγκομίζω to bury
5173 συγκρίνω to express
5174 συγκύπτω to bend over
5175 συγκυρία event that just happens
5176 συγχαίρω to rejoice with
5177 συγχέω to baffle
5178 συγχράομαι to associate with
5179 συγχύν(ν)ω to baffle
5180 σύγχυσις uproar
5181 συγχωρέω to permit
5182 συζάω to live with
5183 συζεύγνυμι to join together
5184 συζητέω to discuss
5185 συζήτησις dispute
5186 συζητητής philosopher
5187 σύζυγος yokefellow
5188 συζωοποιέω to make alive with
5189 συκάμινος mulberry tree
5190 συκῆ fig tree
5191 συκομορέα sycamore-fig tree
5192 σῦκον fig
5193 συκοφαντέω to accuse falsely
5194 συλαγωγέω to take captive
5195 συλάω to rob
5196 συλλαλέω to talk with
5197 συλλαμβάνω to seize
5198 συλλέγω to pick
5199 συλλογίζομαι to discuss together
5200 συλλυπέω to be deeply distressed
5201 συμβαίνω to happen
5202 συμβάλλω to dispute with
5203 συμβασιλεύω to reign with
5204 συμβιβάζω to be held together
5205 συμβουλεύω to advise
5206 συμβούλιον plan
5207 σύμβουλος counselor
5208 Συμεών Simeon
5209 συμμαθητής fellow disciple
5210 συμμαρτυρέω to testify with
5211 συμμερίζω to share with
5212 συμμέτοχος sharing with
5213 συμμιμητής fellow imitator
5214 συμμορφίζω to become like
5215 σύμμορφος conformed
5216 συμμορφόω to give the same form
5217 συμπαθέω to sympathize with
5218 συμπαθής sympathetic
5219 συμπαραγίνομαι to come together
5220 συμπαρακαλέω to be mutually encouraged
5221 συμπαραλαμβάνω to take along with
5222 συμπαραμένω to stay with to help
5223 συμπάρειμι to be present with
5224 συμπάσχω to suffer with
5225 συμπέμπω to send with
5226 συμπεριέχω to surround
5227 συμπεριλαμβάνω to put one's arms around
5228 συμπίνω to drink with
5229 συμπίπτω to collapse
5230 συμπληρόω to be swamped
5231 συμπνίγω to choke
5232 συμπολίτης fellow citizen
5233 συμπορεύομαι to go with
5234 συμποσία common meal
5235 συμπόσιον group
5236 συμπρεσβύτερος fellow elder
5237 συμφέρω to bring together
5238 σύμφημι to agree with
5239 σύμφορος beneficial
5240 συμφορτίζω to burden together with others
5241 συμφυλέτης one's own countrymen
5242 σύμφυτος united
5243 συμφύω to grow up with
5244 συμφωνέω to agree with
5245 συμφώνησις harmony
5246 συμφωνία music
5247 σύμφωνος mutually consenting
5248 συμψηφίζω to calculate
5249 σύμψυχος united in spirit
5250 σύν with
5251 συνάγω to gather together
5252 συναγωγή synagogue
5253 συναγωνίζομαι to join in a struggle
5254 συναθλέω to contend at one's side
5255 συναθροίζω to bring together
5256 συναίρω to settle
5257 συναιχμάλωτος fellow prisoner
5258 συνακολουθέω to follow
5259 συναλίζω to eat with
5260 συναλίσκομαι to be made captive together with
5261 συναλλάσσω to reconcile
5262 συναναβαίνω to come with
5263 συνανάκειμαι to eat with
5264 συναναμείγνυμι to associate with
5265 συναναπαύομαι to find rest together
5266 συναναστρέφομαι to associate with
5267 συναντάω to meet
5268 συνάντησις meeting
5269 συναντιλαμβάνομαι to help
5270 συναπάγω to be led away
5271 συναποθνῄσκω to die with
5272 συναπόλλυμι to die with
5273 συναποστέλλω to send with
5274 συναρμολογέω to be joined together
5275 συναρπάζω to seize
5277 συναυξάνω to grow together
5278 σύνδεσμος bond
5279 συνδέω to be imprisoned with
5280 συνδοξάζω to be glorified with
5281 σύνδουλος fellow servant
5282 συνδρομή running together
5283 συνεγείρω to raise up with
5284 συνέδριον Sanhedrin
5285 συνέδριος member of the council
5287 συνείδησις conscience
5289 σύνειμι to be with
5290 σύνειμι to come together
5291 συνεισέρχομαι to enter together with
5292 συνέκδημος traveling companion
5293 συνεκλεκτός chosen together with
5294 συνεκπορεύομαι to go out with
5295 συνελαύνω to drive
5296 συνεπιμαρτυρέω to testify at the same time
5297 συνεπίσκοπος fellow overseer
5298 συνεπιτίθημι to join in an accusation
5299 συνέπομαι to accompany
5300 συνεργέω to work together
5301 συνεργός fellow worker
5302 συνέρχομαι to come together
5303 συνεσθίω to eat with
5304 σύνεσις understanding
5305 συνετός intelligent
5306 συνευδοκέω to approve of
5307 συνευωχέομαι to partake in a feast together
5308 συνεφίστημι to join in an attack
5309 συνέχω to cover
5310 συνήδομαι to delight in agreement
5311 συνήθεια custom
5312 συνηλικιώτης person of one's own age
5313 συνθάπτω to be buried with
5314 συνθλάω to be broken to pieces
5315 συνθλίβω to press around
5316 συνθρύπτω to break
5317 συνίημι to understand
5318 συνιστάω to commend
5319 συνίστημι to commend
5321 συνοδεύω to travel with
5322 συνοδία company of travelers
5323 σύνοιδα to share knowledge with
5324 συνοικέω to live with
5325 συνοικοδομέω to be built up together
5326 συνομιλέω to talk with
5327 συνομορέω to be next door to
5328 συνοράω to realize
5329 συνορία neighboring country
5330 συνοχή anguish
5331 συνταράσσω to throw into confusion
5332 συντάσσω to command
5333 συντέλεια end
5334 συντελέω to finish
5335 συντέμνω to cut short
5336 συντεχνίτης one who follows the same trade
5337 συντηρέω to protect
5338 συντίθημι to agree
5339 συντόμως briefly
5340 συντρέχω to run together
5341 συντρίβω to break
5342 σύντριμμα ruin
5343 σύντροφος brought up with
5344 συντυγχάνω to come together with
5345 Συντύχη Syntyche
5346 συντυχία occurrence
5347 συνυποκρίνομαι to join in one's hypocrisy
5348 συνυπουργέω to join to help
5349 συνωδίνω to join in the pains of childbirth
5350 συνωμοσία plot
5351 Σύρα Syrian woman
5352 Συράκουσαι Syracuse
5353 Συρία Syria
5354 Σύρος Syrian
5355 Συροφοινίκισσα woman of Syrian Phoenicia
5357 συρρήγνυμι to dash together
5358 Σύρτις Syrtis
5359 σύρω to drag
5360 συσπαράσσω to cause to convulse
5361 σύσσημον signal
5362 σύσσωμος co-member of a body
5363 συστασιαστής fellow insurrectionist
5364 συστατικός commendatory
5365 συσταυρόω to be crucified with
5366 συστέλλω to wrap up
5367 συστενάζω to join in groaning
5368 συστοιχέω to correspond
5369 συστρατιώτης fellow soldier
5370 συστρέφω to gather up
5371 συστροφή commotion
5372 συσχηματίζω to conform to a pattern
5373 Συχάρ Sychar
5374 Συχέμ Shechem
5375 σφαγή slaughter
5376 σφάγιον offering for slaughter
5377 σφάζω to kill
5379 σφόδρα very
5380 σφοδρῶς violently
5381 σφραγίζω to seal
5382 σφραγίς seal
5383 σφυδρόν ankle
5384 σφυρόν ankle
5385 σχεδόν nearly
5386 σχῆμα form
5387 σχίζω to tear
5388 σχίσμα tear
5389 σχοινίον cords
5390 σχολάζω to devote oneself to
5391 σχολή lecture hall
5392 σῴζω to save
5393 σῶμα body
5394 σωματικός bodily
5395 σωματικῶς bodily
5396 Σώπατρος Sopater
5397 σωρεύω to heap up
5398 Σωσθένης Sosthenes
5399 Σωσίπατρος Sosipater
5400 σωτήρ Savior
5401 σωτηρία salvation
5402 σωτήριον saving
5403 σωτήριος bringing salvation
5404 σωφρονέω to be in a right state of mind
5405 σωφρονίζω to train
5406 σωφρονισμός self-discipline
5407 σωφρόνως in self-control
5408 σωφροσύνη propriety
5409 σώφρων self-controlled
5411 ταβέρναι tavern
5412 Ταβιθά Tabitha
5413 τάγμα turn
5414 τακτός appointed
5415 ταλαιπωρέω to grieve
5416 ταλαιπωρία misery
5417 ταλαίπωρος wretched
5418 ταλαντιαῖος weighing a talent
5419 τάλαντον talent
5420 ταλιθά little girl
5421 ταμεῖον room
5422 ταμιεῖον concerning the present
5423 τάξις order
5424 ταπεινός humble
5425 ταπεινοφροσύνη humility
5426 ταπεινόφρων humble
5427 ταπεινόω to humble
5428 ταπείνωσις humbleness
5429 ταράσσω to trouble
5430 ταραχή disturbance
5431 τάραχος commotion
5432 Ταρσεύς Tarsus
5433 Ταρσός Tarsus
5434 ταρταρόω to send to hell
5435 τάσσω to appoint
5436 ταῦρος bull
5438 ταφή burial place
5439 τάφος tomb
5440 τάχα perhaps
5441 ταχέως quickly
5442 ταχινός swift
5443 τάχος quickness
5444 ταχύς quick
5445 τε and
5446 τεῖχος wall
5447 τεκμήριον convincing proof
5448 τεκνίον dear children
5449 τεκνογονέω to have children
5450 τεκνογονία childbearing
5451 τέκνον child
5452 τεκνοτροφέω to bring up children
5453 τεκνόω to bear
5454 τέκτων carpenter
5455 τέλειος perfect
5456 τελειότης perfection
5457 τελειόω to perfect
5458 τελείως perfectly
5459 τελείωσις perfection
5460 τελειωτής perfecter
5461 τελεσφορέω to mature
5462 τελευτάω to die
5463 τελευτή death
5464 τελέω to finish
5465 τέλος end
5467 τελώνης tax collector
5468 τελώνιον tax collector's booth
5469 τέρας wonder
5470 Τέρτιος Tertius
5471 Τέρτουλλος Tertullus
5472 Τέρτυλλος Tertullus
5473 τεσσεράκοντα forty
5474 τεσσαρακονταετής forty years
5475 τέσσαρες four
5476 τεσσαρεσκαιδέκατος fourteenth
5477 τεσσεράκοντα forty
5478 τεσσερακονταετής forty years
5479 τεταρταῖος fourth
5480 τέταρτος fourth in a series
5481 τετράγωνος square
5482 τετράδιον squad of four soldiers
5483 τετρακισχίλιοι four thousand
5484 τετρακόσιοι four hundred
5485 τετράμηνος four months
5486 τετραπλόος four times
5487 τετραπλοῦς four times
5488 τετράπους four-footed
5489 τετρααρχέω to be a tetrarch
5490 τετραάρχης tetrarch
5491 τεφρόω to reduce to ashes by fire
5492 τέχνη skill
5493 τεχνίτης craftsman
5494 τήκω to be melted
5495 τηλαυγῶς clearly
5496 τηλικοῦτος so great
5497 τηνικαῦτα at that time
5498 τηρέω to keep
5499 τήρησις jail
5500 Τιβεριάς Tiberias
5501 Τιβέριος Tiberius
5502 τίθημι to place
5503 τίκτω to give birth to
5504 τίλλω to pick
5505 Τιμαῖος Timaeus
5506 τιμάω to honor
5507 τιμή honor
5508 τίμιος precious
5509 τιμιότης wealth
5510 Τιμόθεος Timothy
5511 Τίμων Timon
5512 τιμωρέω to punish
5513 τιμωρία punishment
5514 τίνω to pay
5515 τίς who?
5516 τις someone
5517 Τίτιος Titius
5518 τίτλος sign
5519 Τίτος Titus
5521 τοιγαροῦν therefore
5523 τοίνυν then
5524 τοιόσδε such as this
5525 τοιοῦτος such
5526 τοῖχος wall
5527 τόκος interest
5528 τολμάω to dare
5529 τολμηρός bold
5530 τολμηρότερον rather boldly
5531 τολμηροτέρως rather boldly
5532 τολμητής bold man
5533 τομός cutting
5534 τόξον bow
5535 τοπάζιον topaz
5536 τόπος place
5537 τοσοῦτος so great
5538 τότε then
5539 τοὐναντίον but
5540 τοὔνομα named
5542 τουτέστι(ν) that is to say
5543 τράγος male goat
5544 τράπεζα table
5545 τραπεζίτης banker
5546 τραῦμα wounds
5547 τραυματίζω to wound
5548 τραχηλίζω to be laid bare
5549 τράχηλος neck
5550 τραχύς rough
5551 Τραχωνῖτις Traconitis
5552 τρεῖς three
5553 Τρεῖς ταβέρναι Three Taverns
5554 τρέμω to tremble
5555 τρέφω to care for
5556 τρέχω to run
5557 τρῆμα eye
5558 τριάκοντα thirty
5559 τριακόσιοι three hundred
5560 τρίβολος thistle
5561 τρίβος path
5562 τριετία three years
5563 τρίζω to gnash
5564 τρίμηνος a period of three months
5565 τρίς three times
5566 τρίστεγον third story
5567 τρισχίλιοι three thousand
5568 τρίτον for the third time
5569 τρίτος third
5570 τρίχινος made of hair
5571 τρόμος trembling
5572 τροπή shifting
5573 τρόπος manner
5574 τροποφορέω to endure
5575 τροφή food
5576 Τρόφιμος Trophimus
5577 τροφός mother
5578 τροφοφορέω to care for
5579 τροχιά path
5580 τροχός wheel
5581 τρύβλιον bowl
5582 τρυγάω to gather
5583 τρυγών doves
5584 τρυμαλιά eye
5585 τρύπημα eye
5586 Τρύφαινα Tryphena
5587 τρυφάω to live in luxury
5588 τρυφή luxury
5589 Τρυφῶσα Tryphosa
5590 Τρῳάς Troas
5591 Τρωγύλλιον Trogyllium
5592 τρώγω to eat
5593 τυγχάνω to take part in
5594 τυμπανίζω to be tortured
5595 τυπικῶς as an example
5596 τύπος pattern
5597 τύπτω to strike
5598 Τύραννος Tyrannus
5599 τύραννος tyrant
5600 τυρβάζω trouble oneself
5601 Τύριος Tyrian
5602 Τύρος Tyre
5603 τυφλός blind
5604 τυφλόω to cause blindness
5605 τυφόω to be conceited
5606 τύφω to smolder
5607 τυφωνικός of hurricane force
5608 Τυχικός Tychicus
5610 ὑακίνθινος dark blue
5611 ὑάκινθος jacinth
5612 ὑάλινος of glass
5613 ὕαλος glass
5614 ὑβρίζω to insult
5615 ὕβρις insult
5616 ὑβριστής insolent man
5617 ὑγιαίνω to be healthy
5618 ὑγιής healthy
5619 ὑγρός moist
5620 ὑδρία water jar
5621 ὑδροποτέω to drink water
5622 ὑδρωπικός suffering from edema
5623 ὕδωρ water
5624 ὑετός rain
5625 υἱοθεσία adoption as sons
5626 υἱός son
5627 ὕλη forest
5628 Ὑμέναιος Hymenaeus
5629 ὑμέτερος your
5630 ὑμνέω to sing hymns
5631 ὕμνος hymn
5632 ὑπάγω to go
5633 ὑπακοή obedience
5634 ὑπακούω to obey
5635 ὕπανδρος married
5636 ὑπαντάω to go out to meet
5637 ὑπάντησις meeting
5638 ὕπαρξις property
5639 ὑπάρχω to have
5640 ὑπείκω to submit
5641 ὑπεναντίος opposing
5642 ὑπέρ above
5643 ὑπεραίρω to become conceited
5644 ὑπέρακμος past one's prime
5645 ὑπεράνω far above
5646 ὑπερασπίζω to shield
5647 ὑπεραυξάνω to grow more and more
5648 ὑπερβαίνω to wrong
5649 ὑπερβαλλόντως more severely
5650 ὑπερβάλλω to go beyond
5651 ὑπερβολή all-surpassing
5654 ὑπερέκεινα beyond
5655 ὑπερεκπερισσοῦ immeasurably
5656 ὑπερεκπερισσῶς beyond all measure
5657 ὑπερεκτείνω to go too far
5658 ὑπερεκχύννω to be running over
5659 ὑπερεντυγχάνω to intercede
5660 ὑπερέχω to govern
5661 ὑπερηφανία arrogance
5662 ὑπερήφανος proud
5663 ὑπερλίαν exceedingly
5664 ὑπερνικάω to thoroughly conquer
5665 ὑπέρογκος boastful
5666 ὑπεροράω to overlook
5667 ὑπεροχή authority
5668 ὑπερπερισσεύω to increase all the more
5669 ὑπερπερισσῶς beyond all measure
5670 ὑπερπλεονάζω to be abundant
5671 ὑπερυψόω to exalt to the highest place
5672 ὑπερφρονέω to think too highly of oneself
5673 ὑπερῷον upstairs room
5674 ὑπέχω to experience
5675 ὑπήκοος obedient
5676 ὑπηρετέω to serve
5677 ὑπηρέτης servant
5678 ὕπνος sleep
5679 ὑπό by
5680 ὑποβάλλω to secretly persuade
5681 ὑπογραμμός example
5682 ὑπόδειγμα example
5683 ὑποδείκνυμι to show
5684 ὑποδεικνύω to show
5685 ὑποδέχομαι to welcome
5686 ὑποδέω to put on
5687 ὑπόδημα sandal
5688 ὑπόδικος accountable
5689 ὑποζύγιον donkey
5690 ὑποζώννυμι to undergird
5691 ὑποκάτω under
5692 ὑπόκειμαι to lie below
5693 ὑποκρίνομαι to pretend
5694 ὑπόκρισις hypocrisy
5695 ὑποκριτής hypocrite
5696 ὑπολαμβάνω to take up
5697 ὑπολαμπάς window
5698 ὑπόλειμμα remnant
5699 ὑπολείπω to be left
5700 ὑπολήνιον pit for a winepress
5701 ὑπολιμπάνω to leave behind
5702 ὑπομένω to stay behind
5703 ὑπομιμνῄσκω to remind
5704 ὑπόμνησις reminder
5705 ὑπομονή perseverance
5706 ὑπονοέω to think
5707 ὑπόνοια suspicion
5708 ὑποπιάζω to wear out
5709 ὑποπλέω to sail to the lee of
5710 ὑποπνέω to blow gently
5711 ὑποπόδιον footstool
5712 ὑπόστασις confidence
5713 ὑποστέλλω to draw back
5714 ὑποστολή shrinking back
5715 ὑποστρέφω to turn back toward
5716 ὑποστρωννύω to spread out
5717 ὑποταγή obedience
5718 ὑποτάσσω to put in subjection
5719 ὑποτίθημι to risk
5720 ὑποτρέχω to sail to the lee of
5721 ὑποτύπωσις example
5722 ὑποφέρω to endure
5723 ὑποχωρέω to withdraw
5724 ὑπωπιάζω to wear out
5725 ὗς female pig
5726 ὑσσός javelin
5727 ὕσσωπος hyssop
5728 ὑστερέω to lack
5729 ὑστέρημα what is lacking
5730 ὑστέρησις need
5731 ὕστερος later
5732 ὑφαίνω to weave
5733 ὑφαντός woven
5734 ὑψηλός high
5735 ὑψηλοφρονέω to be arrogant
5736 ὕψιστος highest
5737 ὕψος height
5738 ὑψόω to lift up
5739 ὕψωμα height
5741 φάγος glutton
5742 φαιλόνης cloak
5743 φαίνω to shine
5744 Φάλεκ Peleg
5745 φανερός visible
5746 φανερόω to reveal
5747 φανερῶς plainly
5748 φανέρωσις manifestation
5749 φανός torch
5750 Φανουήλ Phanuel
5751 φαντάζω to become visible
5752 φαντασία pomp
5753 φάντασμα ghost
5754 φάραγξ valley
5755 Φαραώ Pharaoh
5756 Φαρές Perez
5757 Φαρισαῖος Pharisee
5758 φαρμακεία witchcraft
5759 φαρμακεύς magician
5760 φάρμακον magic potion
5761 φάρμακος one who practices magical arts
5762 φάσις news
5763 φάσκω to claim
5764 φάτνη manger
5765 φαῦλος evil
5766 φέγγος light
5767 φείδομαι to spare
5768 φειδομένως sparingly
5769 φελόνης cloak
5770 φέρω to bring
5771 φεύγω flee
5772 Φῆλιξ Felix
5773 φήμη news
5774 φημί to say
5775 φημίζω to spread by saying
5776 Φῆστος Festus
5777 φθάνω to precede
5778 φθαρτός perishable
5779 φθέγγομαι to speak
5780 φθείρω to destroy
5781 φθινοπωρινός autumnal
5782 φθόγγος voice
5783 φθονέω to envy
5784 φθόνος envy
5785 φθορά perishableness
5786 φιάλη bowl
5787 φιλάγαθος loving what is good
5788 Φιλαδέλφεια Philadelphia
5789 φιλαδελφία brotherly love
5790 φιλάδελφος loving as brothers
5791 φίλανδρος loving one's husband
5792 φιλανθρωπία love
5793 φιλανθρώπως in kindness
5794 φιλαργυρία love of money
5795 φιλάργυρος money-loving
5796 φίλαυτος loving oneself
5797 φιλέω to love
5798 φιλήδονος loving pleasure
5799 φίλημα kiss
5800 Φιλήμων Philemon
5801 Φίλητος Philetus
5802 φιλία friendship
5803 Φιλιππήσιος Philippian
5804 Φίλιπποι Philippi
5805 Φίλιππος Philip
5806 φιλόθεος loving God
5807 Φιλόλογος Philologus
5808 φιλονεικία dispute
5809 φιλόνεικος contentious
5810 φιλοξενία hospitality
5811 φιλόξενος hospitable
5812 φιλοπρωτεύω to love to be first
5813 φίλος friendly
5814 φιλοσοφία philosophy
5815 φιλόσοφος philosopher
5816 φιλόστοργος devoted
5817 φιλότεκνος loving one's children
5818 φιλοτιμέομαι to have an ambition
5819 φιλοφρόνως hospitably
5820 φιλόφρων well disposed
5821 φιμόω to muzzle
5823 Φλέγων Phlegon
5824 φλογίζω to set on fire
5825 φλόξ flame
5826 φλυαρέω to gossip
5827 φλύαρος gossipy
5828 φοβέομαι to fear
5829 φοβερός fearful
5831 φόβητρον fearful event
5832 φόβος fear
5833 Φοίβη Phoebe
5834 Φοινίκη Phoenicia
5836 φοῖνιξ palm tree
5837 Φοῖνιξ Phoenix
5838 φονεύς murderer
5839 φονεύω to commit murder
5840 φόνος murder
5841 φορέω to wear
5842 φόρον forum
5843 φόρος tax
5844 φορτίζω to load down
5845 φορτίον burden
5846 φόρτος cargo
5847 Φορτουνᾶτος Fortunatus
5848 φραγέλλιον whip
5849 φραγελλόω to flog
5850 φραγμός barrier
5851 φράζω to explain
5852 φράσσω to shut
5853 φρέαρ well
5854 φρεναπατάω to deceive
5855 φρεναπάτης deceiver
5856 φρήν thinking
5857 φρίσσω to shudder
5858 φρονέω to think
5859 φρόνημα mind
5860 φρόνησις wisdom
5861 φρόνιμος wise
5862 φρονίμως wisely
5863 φροντίζω to be careful
5864 φρουρέω to guard
5865 φρυάσσω to rage
5866 φρύγανον brushwood
5867 Φρυγία Phrygia
5868 φυγαδεύω to cause to become a fugitive
5869 Φύγελος Phygelus
5870 φυγή flight
5871 φυλακή prison
5872 φυλακίζω to imprison
5873 φυλακτήριον phylactery
5874 φύλαξ guard
5875 φυλάσσω to obey
5876 φυλή tribe
5877 φύλλον leaf
5878 φύραμα lump
5879 φυσικός natural
5880 φυσικῶς naturally
5881 φυσιόω to puff up
5882 φύσις nature
5883 φυσίωσις arrogance
5884 φυτεία plant
5885 φυτεύω to plant
5886 φύω to grow up
5887 φωλεός hole
5888 φωνέω to call
5889 φωνή voice
5890 φῶς light
5891 φωστήρ star
5892 φωσφόρος light-bearing
5893 φωτεινός full of light
5894 φωτίζω to give light
5895 φωτισμός light
5897 χαίρω to rejoice
5898 χάλαζα hail
5899 χαλάω to lower
5900 Χαλδαῖος Chaldean
5901 χαλεπός difficult
5902 χαλιναγωγέω to keep in check
5903 χαλινός bit
5904 χαλινόω to bridle
5905 χάλκεος made of bronze
5906 χαλκεύς metalworker
5907 χαλκηδών chalcedony
5908 χαλκίον kettle
5909 χαλκολίβανον burnished bronze
5910 χαλκός copper
5911 χαλκοῦς made of bronze
5912 χαμαί to the ground
5913 Χανάαν Canaan
5914 Χαναναῖος Canaanite
5915 χαρά joy
5916 χάραγμα mark
5917 χαρακτήρ exact representation
5918 χάραξ barricade
5919 χαρίζομαι to give grace
5920 χάριν therefore
5921 χάρις grace
5922 χάρισμα gracious gift
5923 χαριτόω to give graciously
5924 Χαρράν Haran
5925 χάρτης paper
5926 χάσμα chasm
5927 χεῖλος lip
5928 χειμάζω to be battered in a storm
5929 χειμάρρους valley
5930 χειμών winter
5931 χείρ hand
5932 χειραγωγέω to lead by the hand
5933 χειραγωγός someone who leads by the hand
5934 χειρόγραφον written code
5935 χειροποίητος hand-made
5936 χειροτονέω to appoint
5937 χείρων worse
5938 Χερούβ cherubim
5939 χήρα widow
5940 χθές yesterday
5941 χιλίαρχος military officer
5942 χιλιάς thousand
5943 χίλιοι thousand
5944 χίος Kios
5945 χιτών tunic
5946 χιών snow
5948 χλαμύς robe
5949 χλευάζω to sneer
5950 χλιαρός lukewarm
5951 χλόη Chloe
5952 χλωρός light green
5953 χξςʼ 666
5954 χοϊκός made of dust
5955 χοῖνιξ quart
5956 χοῖρος pig
5957 χολάω to be angry
5958 χολή gall
5959 χόος dust
5960 Χοραζίν Korazin
5961 χορηγέω to supply
5962 χορός dance
5963 χορτάζω to feed
5964 χόρτασμα food
5965 χόρτος grass
5966 χουζᾶς Cuza
5967 χοῦς dust
5968 χράομαι to make use of
5970 χρεία need
5971 χρεοφειλέτης debtor
5972 χρεωφειλέτης debtor
5973 χρή it should
5974 χρῄζω to need
5975 χρῆμα money
5976 χρηματίζω to warn
5977 χρηματισμός proclamation from God
5978 χρήσιμος usefulness
5979 χρῆσις relations
5980 χρηστεύομαι to be kind
5981 χρηστολογία smooth talk
5982 χρηστός easy
5983 χρηστότης kindness
5984 χρῖσμα anointing
5985 Χριστιανός Christian
5986 Χριστός Christ
5987 χρίω to anoint
5988 χρονίζω to take a long time
5989 χρόνος time
5990 χρονοτριβέω to spend time
5991 χρύσεος made of gold
5992 χρυσίον gold
5993 χρυσοδακτύλιος having a gold ring
5994 χρυσόλιθος chrysolite
5995 χρυσόπρασος chrysoprase
5996 χρυσός gold
5997 χρυσοῦς made of gold
5998 χρυσόω to be adorned with gold
5999 χρώς skin
6000 χωλός lame
6001 χώρα country
6002 Χωραζίν Korazin
6003 χωρέω to go
6004 χωρίζω to divide
6005 χωρίον place
6006 χωρίς by itself
6007 χωρισμός division
6008 χῶρος northwest
6010 ψάλλω to sing hymns
6011 ψαλμός Psalms
6012 ψευδάδελφος false brother
6013 ψευδαπόστολος false apostle
6014 ψευδής false
6015 ψευδοδιδάσκαλος false teacher
6016 ψευδολόγος false of speech
6017 ψεύδομαι to lie
6018 ψευδομαρτυρέω to give false testimony
6019 ψευδομαρτυρία false testimony
6020 ψευδόμαρτυς false witness
6021 ψευδοπροφήτης false prophet
6022 ψεῦδος lie
6023 ψευδόχριστος false Christs
6024 ψευδώνυμος falsely identified
6025 ψεῦσμα falsehood
6026 ψεύστης liar
6027 ψηλαφάω to touch
6028 ψηφίζω to calculate
6029 ψῆφος stone
6030 ψιθυρισμός whispering gossip
6031 ψιθυριστής gossip
6032 ψίξ bit
6033 ψιχίον crumb
6034 ψυχή life
6035 ψυχικός physical
6036 ψῦχος cold
6037 ψυχρός cold
6038 ψύχω to grow cold
6039 ψωμίζω to feed
6040 ψωμίον piece of bread
6041 ψώχω to rub
6042 Ὦ letter of the Greek alphabet
6043 ὦ Oh!
6044 Ὠβήδ Obed
6045 ὧδε here
6046 ὧδή song
6047 ὠδίν labor
6048 ὠδίνω to suffer the pains of childbirth
6049 ὦμος shoulders
6050 ὠνέομαι to buy
6051 ὧόν egg
6052 ὥρα hour
6053 ὡρᾶιος beautiful
6054 ὠρύομαι to roar
6055 ὡς as
6056 ὡσάν as if
6057 ὡσαννά Hosanna!
6058 ὡσαύτως in the same way
6059 ὡσεί like
6060 Ὡσηέ Hosea
6061 ὥσπερ just as
6062 ὡσπερεί like
6063 ὥστε for this reason
6064 ὠτάριον ear
6065 ὠτίον ear
6066 ὠφέλεια value
6067 ὠφελέω to be of good use
6068 ὠφέλιμος valuable
7000 αὐτοῦ here
7005 ἡμεῖς I
7007 ὑμεῖς see you