#### 圖析 (1Pe 1:1-2)
- (Πέτρος =ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ)S (Ἐκλεκτοῖς°¹ παρεπιδήμοις «Διασπορᾶς ‹› » )C
- Πόντου , Γαλατίας , Καππαδοκίας , Ἀσίας καὶ Βιθυνίας
- (κατὰ πρόγνωσιν Θεοῦ Πατρός)°¹⮥
- (ἐν ἁγιασμῷ Πνεύματος)°¹⮥
- (εἰς ὑπακοὴν καὶ ῥαντισμὸν «αἵματος ‹Ἰησοῦ Χριστοῦ , › » )°¹⮥
- (Χάρις)⦇ (ὑμῖν)C ⦈(καὶ εἰρήνη)S πληθυνθείη . ¶
---
[1Peter-Notes↵](1Peter-Notes.md)
[^1]: BDAG s.v. "παρεπίδημος" : **pert. to staying for a while in a strange or foreign place**, *sojourning, residing temporarily* in our lit. subst.;[BAGD 中文](https://bible.fhl.net/new/s.php?N=0&k=03927&m=):在異地暫時「逗留的,寄居的」。新約中僅作實名詞 ⇒ 與強調「時間」